Στυλιανός Φαρσαλιώτης
Αύγουστος 2023
Εισαγωγή
«Οι αμοιβαίες επιρροές στην ανάπτυξη του εγώ και του αυτό» είναι ο τίτλος ενός σημαντικού συμποσίου που διοργανώνεται στο πλαίσιο του 17ου συνεδρίου της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης στο Άμστερνταμ, το καλοκαίρι του 1951. Κεντρικοί εισηγητές είναι ο Ηeinz Hartmann και ο Willi Hoffer και, στη συνέχεια, λαμβάνει χώρα μια συζήτηση γύρω από τις εργασίες τους, στην οποία συμμετέχουν διάφοροι γνωστοί ψυχαναλυτές της εποχής. Μεταξύ αυτών των τελευταίων βρίσκονται η Άννα Φρόυντ, που πραγματοποιεί επίσης την εισαγωγή στην συζήτηση του συμποσίου με τις παρατηρήσεις της πάνω στο άρθρο του Hartmann, καθώς και η Μέλανι Κλάιν1. Πρόκειται, ας θυμηθούμε, για μια χρονική περίοδο κατά την οποία το κλίμα που επικρατεί σε μεγάλο μέρος του ψυχαναλυτικού κινήματος είναι ιδιαίτερα πολεμικό, με επίκεντρο των συγκρούσεων την Βρετανική Ψυχαναλυτική Εταιρεία και σημείο αφετηρίας ορισμένες μείζονες κλινικο-θεωρητικές διαφορές σχετικά με την ψυχανάλυση των παιδιών. Οι διαφωνίες και οι εντάσεις μεταξύ των σχολών της Άννα Φρόυντ και της Μέλανι Κλάιν έχουν κορυφωθεί μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα, κατά την περίοδο 1941-1945, με την διεξαγωγή των διάσημων «επίμαχων συζητήσεων».
Παρότι και οι δύο αυτές μεγάλες πρωτοπόροι της ψυχανάλυσης των παιδιών ανέπτυξαν τις ιδέες τους βαδίζοντας σε δρόμους που είχε ανοίξει ο ίδιος ο Φρόυντ, η απόκλιση μεταξύ τους, τόσο σε επίπεδο θεωρίας όσο και τεχνικής, αποδείχθηκε τελικά αγεφύρωτη. Όπως επισημαίνεται από τον R. Perron (1988), η Άννα Φρόυντ ακολούθησε μια κατά βάση αναπτυξιακή προσέγγιση, στο πλαίσιο της οποίας οι παιδικές και εφηβικές παθολογίες γίνονται αντιληπτές ως διακοπές ή παρεκκλίσεις της φυσιολογικής ανάπτυξης ενώ, αντίθετα, η Μέλανι Κλάιν οικοδόμησε την θεωρία της για την πρώιμη ψυχική ζωή εκκινώντας από ορισμένες ιδιαίτερα σοβαρές ψυχοπαθολογικές καταστάσεις. Οι απόψεις της Μέλανι Κλάιν φάνηκε τελικά να βρίσκουν ένα πρόσφορο έδαφος εντός της Βρετανικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας, όπου έγιναν σταδιακά πλειοψηφικές, με την Άννα Φρόυντ να διατηρεί, ωστόσο, μια ευρεία υποστήριξη στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ιδωμένη εν πολλοίς ως η επίσημη κληρονόμος και θεματοφύλακας του έργου του πατέρα της.
Λίγα λόγια σχετικά με την εισήγηση του Hartmann
Στην ενδιαφέρουσα μελέτη του, πολλά από τα κεντρικά σημεία της οποίας επανέρχονται με άμεσο ή έμμεσο τρόπο κατά την διάρκεια της συζήτησης του συμποσίου, το βασικό αντικείμενο ενασχόλησης του Hartmann (1952) είναι η ανάπτυξη του εγώ· κυρίως στο πλαίσιο της κανονικότητας, δηλαδή της φυσιολογικής εξέλιξης, πραγματοποιώντας επιπροσθέτως ορισμένες σποραδικές αναφορές στην παθολογία. Συνολικά, ο Hartmann σκιαγραφεί εδώ τις ρίζες και την εξέλιξη αυτών που περιγράφει χαρακτηριστικά ως «λειτουργίες του εγώ», ορμώμενος από κάποιες τοποθετήσεις του Freud και συμπληρώνοντάς τες με διάφορες δικές του υποθέσεις, όπως η πρωτογενής και η δευτερογενής αυτονομία του εγώ και, ιδιαίτερα, η γενίκευση της έννοιας της ουδετεροποίησης της ενορμητικής ενέργειας. Στην εισήγησή του, ο συγγραφέας δίνει μεγάλη έμφαση στην συνεισφορά των ιδιοσυστασιακών παραγόντων στην ανάπτυξη του εγώ και υποστηρίζει επίσης ένθερμα την προσέγγιση της συστηματικής άμεσης παρατήρησης των παιδιών, κάνοντας μνεία και στην σχετική συνεισφορά της Άννα Φρόυντ και των συνεργατών της. Από την άλλη πλευρά, προβαίνει σε μια σχετικοποίηση των πραγμάτων, αναφερόμενος ταυτόχρονα στον ρόλο των σχέσεων αντικειμένου, θεωρώντας όμως ότι η οπτική ορισμένων «πρόσφατων» εργασιών σχετικά με την επιρροή τους στην ανάπτυξη του εγώ εμπεριέχει υπεραπλουστεύσεις.
Το κείμενο της Άννα Φρόυντ
Στο κείμενό της, η Άννα Φρόυντ προχωρά σε έναν αρκετά εκτενή σχολιασμό της εισήγησης του Hartmann με τις παρατηρήσεις του οποίου – παρά κάποια μικρά αλλά σημαντικά σημεία απόκλισης που επισημαίνονται από την ίδια στην πορεία της εργασίας της – μοιάζει να είναι συνολικά σύμφωνη. Διευκρινίζει εξαρχής ότι το θέμα των Αμοιβαίων επιρροών στην ανάπτυξη του εγώ και του αυτό είναι, όπως το έχει υπογραμμίσει και ο Hartmann στην ομιλία του, τόσο ευρύ και σημαντικό που η συζήτηση δεν θα μπορούσε παρά να στηρίζεται σε μια προσωπική επιλογή ορισμένων σημείων, παραλείποντας όμως υποχρεωτικά πολλά άλλα. Και σημειώνει, μετά από κάποιες εισαγωγικές παρατηρήσεις, ότι αποτελεί μια φυσιολογική εξέλιξη για την εποχή εκείνη, κατά την οποία το ενδιαφέρον πολλών αναλυτών στην κλινική εργασία τους για τα δύο πρώτα έτη της ζωής είναι ισχυρό, ένας κεντρικός στόχος να είναι η καλύτερη θεωρητική κατανόηση των «απαρχών και των δύο πλευρών της ανθρώπινης προσωπικότητας καθώς και των πρώτων αμοιβαίων επιρροών τους» (A. Freud, 1952, σ. 43).
Το πρώτο από τα ζητήματα στα οποία στέκεται η συγγραφέας είναι τα αναπτυξιακά στάδια προς την λεγόμενη «πλήρη ή ολική σχέση αντικειμένου». Αναφέρεται πρώτα στην θεωρητικοποίηση του Hoffer (1952), ο οποίος διακρίνει δύο σχετικά στάδια: μια πρωτόγονη μορφή σχέσης αντικειμένου όπου το αντικείμενο αντιμετωπίζεται ως μέρος του εσωτερικού περιβάλλοντος (milieu interne) χωρίς να του αποδίδεται μια ύπαρξη ανεξάρτητη από τις ανάγκες του παιδιού, και μια δεύτερη φάση σχετίζεσθαι με ένα «ψυχολογικό», όπως το ονομάζει, αντικείμενο. Το πέρασμα από το πρώτο στάδιο στο δεύτερο το σηματοδοτεί η έλξη επενδύσεων μακριά από το σώμα του παιδιού ή, με άλλα λόγια, η αλλαγή της ναρκισσιστικής libido σε πραγματική libido αντικειμένου. Στον Hartmann, τα δύο αυτά στάδια σχέσης αντικειμένου απαντώνται επίσης, αν και με διαφορετικές ονομασίες: ως σχέση με ένα αντικείμενο που ικανοποιεί ανάγκες (need-satisfying), αφενός, και ως σταθερότητα του αντικειμένου (object constancy), αφετέρου. Το αντικείμενο που ικανοποιεί ανάγκες είναι ένα αντικείμενο που χάνει πλήρως τον ρόλο του και παύει να υπάρχει όταν δεν υφίσταται κάποια ενορμητική ανάγκη, ενώ επανέρχεται κάθε φορά μαζί με την επανεμφάνιση των διαφόρων αναγκών του βρέφους. Μπορούμε να το καταλάβουμε ίσως σαν μια παντοδύναμη προβολή – ή ένα υποκειμενικό αντικείμενο, στην ορολογία του Winnicott – που έρχεται και χάνεται μαζί με την ανάγκη ικανοποίησης του βρέφους. Στην συνέχεια, κατακτάται το δεύτερο στάδιο, το οποίο χαρακτηρίζεται από την εγκατάσταση της σταθερότητας του αντικειμένου (έννοια με αρκετά κοινά σημεία, όπως μπορούμε να παρατηρήσουμε, με αυτήν της μονιμότητας του αντικειμένου, που έχει μελετηθεί από την αναπτυξιακή ψυχολογία).
Το μείζον σημείο, όμως, και ταυτόχρονα η ιδιαιτερότητα της πρότασης του Hartmann, έγκειται περισσότερο στον τρόπο μετάβασης από την μία φάση στην άλλη, μετάβαση η οποία προϋποθέτει, κατά τον ίδιο, μια ποιοτική αλλαγή στην επένδυση του αντικειμένου. Πρόκειται, ειδικότερα, για έναν μετασχηματισμό της ενέργειας επένδυσης από ενορμητική (ή ακριβέστερα «ενστικτώδη») σε ουδετεροποιημένη, ο οποίος θα επέτρεπε στο παιδί να διατηρεί σταδιακά όλο και πιο σταθερές σχέσεις αντικειμένου, ανεξάρτητα από την κατάσταση των δικών του αναγκών. Η Άννα Φρόυντ (1952, σ. 43) παρατηρεί συμπληρωματικά ότι η παραπάνω περιγραφή είναι σε συμφωνία με την γενικότερη άποψη του Hartmann ότι «η ουδετεροποίηση της ενέργειας είναι η βάση των περισσοτέρων προόδων από την κατάσταση ενός πρωτόγονου όντος, που κυριαρχείται από τις ενστικτώδεις ορμές του, σε μια ενήλικη ανθρώπινη προσωπικότητα υπό έναν λογικό έλεγχο του εγώ».
Θα άξιζε να σημειωθεί εδώ ότι πρόκειται για μια από τις βασικές θέσεις του Hartmann, η οποία στον καιρό της είχε εγείρει ωστόσο και πολλές αντιδράσεις από άλλα ψυχαναλυτικά ρεύματα διεθνώς. Όσον αφορά τον χώρο της γαλλόφωνης ψυχανάλυσης ειδικότερα, οι S. Nacht και J. Lacan υπήρξαν μεταξύ των πρώτων που άσκησαν έντονη κριτική στις ιδέες του Hartmann2, με πολυάριθμους άλλους αναλυτές, ποικίλων θεωρητικών προσανατολισμών, να ακολουθούν, αντιμετωπίζοντας τις εν λόγω καινοτομίες με σκεπτικισμό και/ή αναπτύσσοντας εντελώς διαφορετικές θεωρήσεις γύρω από τα συγκεκριμένα ζητήματα. Ο R. Roussillon (1999), για να δώσουμε ένα σύγχρονο γενικό παράδειγμα, ορίζει χαρακτηριστικά την «ενεργειακή ουδετεροποίηση» ως έναν δαπανηρό μηχανισμό ψυχικής επιβίωσης που αποπειράται να αντιμετωπίσει, μέσω της «λιβιδινικής πτώχευσης του εγώ», την απειλή που συνιστούν για την ναρκισσιστική οργάνωση του ατόμου ορισμένα πρωτογενή τραυματικά βιώματα· και μάλιστα παραλληλίζει την ενεργειακή ουδετεροποίηση με την χρηστική λειτουργία όπως έχει περιγραφεί από την Ψυχοσωματική σχολή του Παρισιού.
Για να επιστρέψουμε στο κείμενο της Άννα Φρόυντ, η συγγραφέας επισημαίνει επιπλέον ότι οι οπτικές των δύο εισηγητών – δηλαδή του Hoffer και του Hartmann – συμπίπτουν επίσης, τουλάχιστον κατά προσέγγιση, με την διάκριση που έχει προτείνει η Μέλανι Κλάιν μεταξύ των σταδίων της σχέσης μερικού αντικειμένου και της σχέσης ολικού αντικειμένου. Στο σημείο αυτό διευκρινίζει, εντούτοις, διαφοροποιούμενη από τις θεωρητικές προτάσεις των προηγούμενων συγγραφέων, ότι για την ίδια το ζήτημα είναι κατά βάση ποσοτικό και όχι ποιοτικό. Πιο συγκεκριμένα, η μετάβαση από το πρώτο στάδιο στο δεύτερο θα συνδεόταν με μια μείωση στον επιτακτικό, επείγοντα χαρακτήρα της ικανοποίησης των ίδιων των ενορμήσεων. Η συγγραφέας επεξηγεί ότι ο αντίκτυπος των ενορμήσεων, ή των αναγκών που τις εκπροσωπούν, είναι σαφώς ισχυρότερος στην αρχή της ζωής· ιδιαίτερα σε σχέση με την οργάνωση του εγώ, η οποία είτε δεν υφίσταται – ένα καθοριστικό σημείο απόκλισης και διαφωνίας με την κλαϊνική θεώρηση, όπως θα δούμε – είτε είναι πολύ ανίσχυρη κατά την συγκεκριμένη φάση. Όσο το παιδί βρίσκεται πλήρως κυριευμένο από την ένταση των αναγκών του, τα πράγματα λειτουργούν ψυχικά με βάση την αρχή της ευχαρίστησης, και αυτό που αναζητείται από το αντικείμενο είναι συνεπώς η άμεση ικανοποίηση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, «οι ανάγκες πρέπει να ελαττωθούν σε ισχύ, ή πρέπει να οδηγηθούν υπό τον έλεγχο του εγώ, προτού μη-ικανοποιητικά αντικείμενα (για παράδειγμα, απόντα) να μπορούν να διατηρούν την επένδυσή τους» (A. Freud, 1952, σ. 44).
Η ιδέα αυτή προέρχεται από την μελέτη καταστάσεων αποχωρισμού βρεφών από τις μητέρες τους. Στις περιπτώσεις αυτές φάνηκε ότι κατά τους πρώτους μήνες της ζωής το αντικείμενο μπορεί να είναι κατά κάποιο τρόπο ανταλλάξιμο, όσο η μορφή ικανοποίησης που παρέχεται στο παιδί παραμένει αναλλοίωτη. Αντίθετα, στη συνέχεια, περίπου από τους 5 ως τους 24 μήνες, αυξάνεται η σημασία της προσωπικής πρόσδεσης με το αντικείμενο. Σε αυτή τη φάση, ο αποχωρισμός από το αντικείμενο γίνεται ιδιαίτερα επώδυνος, με το παιδί να μην μπορεί να διατηρήσει την επένδυσή του σε ένα μη-ικανοποιητικό αντικείμενο για περισσότερο από μια δεδομένη χρονική περίοδο απουσίας (η οποία μπορεί να ποικίλει από μερικές ώρες μέχρι μερικές μέρες). Μετά από αυτό το διάστημα η πρόσδεση, δηλαδή η επένδυση του παιδιού, μεταφέρεται σε κάποιο υποκατάστατο. Έτσι, η Άννα Φρόυντ (1952, σ. 45) καταλήγει στην θεμελιώδη διαπίστωση ότι με την ωρίμανση του εγώ και την επικράτηση της αρχής της πραγματικότητας επί της αρχής της ευχαρίστησης, «τα παιδιά αναπτύσσουν σταδιακά την ικανότητα να διατηρούν την λιβιδινική τους επένδυση σε απόντα αντικείμενα αγάπης κατά τη διάρκεια αποχωρισμών ολοένα αυξανόμενης διάρκειας». Αυτή η εξέλιξη, προσθέτει, μπορεί να αντιστραφεί σε περιπτώσεις παθολογίας στην ενήλικη ζωή, με αποτέλεσμα την παλινδρόμηση στο προηγούμενο πρώιμο επίπεδο των παροδικών και ασταθών σχέσεων αντικειμένου.
Το δεύτερο μεγάλο ζήτημα στο οποίο επικεντρώνεται η Άννα Φρόυντ είναι η ιδέα των «μερικών εννοιών του εγώ» που αναπτύσσει ο Hartmann. Πρόκειται για διάφορες, πιθανά αντιφατικές, πτυχές του εγώ, τις οποίες θα πρέπει να συνθέσουμε μελετώντας, όπως σημειώνει ο τελευταίος, την λειτουργία του εγώ σε μια πληθώρα διαφορετικών συνθηκών, προκειμένου να μπορέσουμε να έχουμε μια σφαιρική εικόνα (αναφέρονται ενδεικτικά στο κείμενο η οπτική των αντιστάσεων, η κλινική των ψυχώσεων και η άμεση παρατήρηση των παιδιών). «Το εγώ-πραγματικότητα, το αμυντικό εγώ, το οργανωτικό, το ορθολογικό εγώ, το κοινωνικό εγώ· το εγώ που διάγει μια σκιώδη ύπαρξη μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων του αυτό και του υπερεγώ· το εγώ που εξελίσσεται υπό την πίεση καταστάσεων άγχους, δεν είναι “το εγώ” με την έννοια της αναλυτικής ψυχολογίας. Αυτά είναι μερικές έννοιες που πρέπει να διακριθούν από την γενική έννοια του εγώ του Φρόυντ» (Hartmann, 1952· παρατίθεται από A. Freud, 1952, σ. 45).
Αναφερόμενη στην αμυντική λειτουργία του εγώ, η Άννα Φρόυντ επισημαίνει τον κίνδυνο που υπάρχει να υπογραμμιστεί μονόπλευρα η αντιπαλότητα ανάμεσα στο εγώ και το αυτό, παραβλέποντας την συνεργασία τους, η οποία προϋπάρχει (το εγώ από την αρχή είναι και παραμένει, σε μεγάλο βαθμό, σύμμαχος του αυτό στην επίτευξη της ευχαρίστησης, και μόνο αργότερα εγκαθίστανται οι ενορμητικές απαγορεύσεις και οι σχετικές άμυνες· πάντα, όμως, διατηρούνται και εγώ-συντονικές ικανοποιήσεις). Υπάρχει, λοιπόν, και διατηρείται, μια βασική ενότητα μεταξύ του εγώ και του αυτό σε σημείο που, όπως υποστηρίζει η συγγραφέας, να μπορεί να θεωρηθεί λάθος το να αντιμετωπίζει κανείς τους δύο αυτούς ψυχικούς θεσμούς ως δύο ξεχωριστές οντότητες, αντί να τους βλέπει σαν μία, δηλαδή την οργάνωση του εγώ. Η Α. Φρόυντ (1952, σ. 46) αναφέρεται εδώ, στην συνέχεια του Hartmann, στην κλασσική φροϋδική έννοια ενός αρχικά «αδιαφοροποίητου εγώ-αυτό», από το οποίο προκύπτει σταδιακά η διαφοροποίηση μεταξύ του εγώ και του αυτό «στη βάση της εσωτερικής και εξωτερικής αντίληψης, της κινητικότητας, των προσυνειδητών μνημονικών ιχνών, της εμπειρίας και της μάθησης». Το γεγονός ότι το εγώ αναδύεται από το αυτό, συνεπάγεται την συμμετοχή, τουλάχιστον εν μέρει, ιδιοσυστασιακών παραγόντων, όπως συμβαίνει δηλαδή και με τις ενορμήσεις. Λύνεται έτσι – παραφράζονται τα λόγια της συγγραφέως – μια μεγάλη παρανόηση στο πεδίο της Ψυχολογίας του Εγώ: ότι το περιεχόμενο του αυτό (οι ενορμήσεις) αναπτύσσεται βάσει εγγενών, κληρονομικών νόμων, ενώ το εγώ θα αναπτυσσόταν πλήρως υπό την επιρροή των παραγόντων του περιβάλλοντος, δηλαδή ως αποτέλεσμα διαδικασιών μάθησης. Έτσι, η υπόθεση αυτή (του πρωταρχικού αδιαφοροποίητου συστήματος) φέρνει πιο κοντά τους δύο θεσμούς και αφήνει χώρο στην δράση κληρονομικών παραγόντων όσον αφορά την ανάπτυξη του εγώ (από την άλλη πλευρά, το αυτό παραμένει άτρωτο σε εξωγενείς επιρροές).
Στο σημείο αυτό, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο, μολονότι από την μία πλευρά, προτείνεται μια λεπτομερής διαφοροποίηση των επιμέρους όψεων του εγώ (ποικίλες πτυχές και λειτουργίες του εγώ, σε βάρος όμως της έμφασης που δίνεται δικαίως στο πλαίσιο της κλασσικής θεωρίας στην παράδοξη ενότητα που διατηρεί το εγώ ως ψυχικό σύστημα), από την άλλη δίνεται επίσης έμφαση στην αποδιαφοροποίηση, ως έναν βαθμό, του εγώ από το αυτό… αλλά ίσως και από το υπερεγώ. Με άλλους όρους, πέραν του γεγονότος ότι η Α. Φρόυντ δεν αποδέχεται, όπως γνωρίζουμε, τις θέσεις της Μ. Κλάιν περί ύπαρξης ενός πρώιμου υπερεγώ, στην συγκεκριμένη εργασία μοιάζει να επισκιάζεται γενικότερα η θέση του υπερεγώ3. Με λίγα λόγια, το εγώ τίθεται σαφώς στο κέντρο, με πιθανό κίνδυνο εντούτοις, όπως έχει συχνά επισημανθεί, την απώλεια της ιδιαίτερης δυναμικής μεταξύ καλά διαφοροποιημένων ψυχικών θεσμών, η οποία είναι θεμελιακή στον Φρόυντ.
Ο κληρονομικός πυρήνας του εγώ συνιστά, κατά τον Hartmann τον οποίο παραθέτει η Άννα Φρόυντ (1952, σ. 47), και την πρωτογενή αυτονομία του εγώ, δηλαδή τους «αυτόνομους παράγοντες στην ανάπτυξη του εγώ». Ο ίδιος διαφοροποιεί τις λειτουργίες, όπως η προσαρμογή, η σύνθεση και η αυτοσυντήρηση, από τα συστήματα (apparatus) που υπηρετούν την αντίληψη, την μνήμη και την κινητικότητα, που είναι αναγκαία για την άσκηση αυτών των λειτουργιών. Σε αντίθεση με την Άννα Φρόυντ, η οποία υπογραμμίζει κι εδώ την ενορμητική ρίζα στην δράση αυτών των συστημάτων, ο Ηartmann υποστηρίζει ότι αυτά τα συστήματα είναι έμφυτα, ότι η ωρίμανσή τους υπόκειται, τουλάχιστον εν μέρει, σε κληρονομικούς νόμους και, τέλος, ότι είναι σημαντικό να περάσουν σταδιακά υπό τον έλεγχο του εγώ. Τα συστήματα αυτά, σύμφωνα με την θεώρηση του τελευταίου, «ενεργοποιούνται από ενορμητική ενέργεια (λιβιδινική και επιθετική), η οποία καθίσταται όλο και περισσότερο ουδετεροποιημένη στις λειτουργίες αυτές που εξυπηρετούν αποκλειστικά σκοπούς της πραγματικότητας, ανεξαρτήτως της ενορμητικής ανάγκης»4. Αν οι ακαδημαϊκοί ψυχολόγοι, από την μία πλευρά, τείνουν να θεωρούν τα διάφορα συστήματα της κινητικής και αισθητικής ανάπτυξης ως υπερβολικά ανεξάρτητα των ενορμήσεων, οι ψυχαναλυτές, από την άλλη, θα κινούνταν στην αντίθετη κατεύθυνση, αποδίδοντας κάθε αποτυχία της ορθής λειτουργίας των συστημάτων αυτών σε κάποια διαταραχή των ενορμητικών ώσεων και των σχέσεων αντικειμένου. Βάσει αυτής της θεώρησης λοιπόν, όταν το εγώ ενός παιδιού παρουσιάζει καθυστερήσεις στην ανάπτυξή του, αυτό μπορεί να οφείλεται σε τρεις διαφορετικούς λόγους (οι οποίοι βέβαια είναι δυνατόν να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους): 1. εγγενές ή επίκτητο ελάττωμα στο κινητικό ή στο αισθητηριακό σύστημα/όργανο, 2. αποτυχία στην φυσιολογική ανάπτυξη των ενορμήσεων, 3. αποτυχία του εγώ να έχει υπό τον έλεγχο του τα διάφορα συστήματα. (Κατά συνέπεια, ο ρόλος της ενορμητικής και συναισθηματικής ανάπτυξης και των σχέσεων με το περιβάλλον, αφενός, και αυτός των εγγενών παραγόντων και της κληρονομικότητας, αφετέρου, θα πρέπει να εκτιμώνται στο σωστό εύρος τους.) Αν για πολλούς ψυχαναλυτές είναι δύσκολο να γίνει δεκτό ότι «μια αποτυχία στις πρώιμες σχέσεις αντικειμένου μπορεί […] να καταργήσει τις εγγενείς δυνατότητες προσανατολισμού στην πραγματικότητα, λεκτικής και κινητικής ανάπτυξης», από την άλλη πλευρά είναι υπαρκτό το φαινόμενο της ψευδοκαθυστέρησης (pseudodebility) λόγω «ενορμητικών και συναισθηματικών επιρροών» (A. Freud, 1952, σ. 48). Η «πραγματική» νοητική ανεπάρκεια, εντούτοις, είναι ένας όρος που, σύμφωνα με την συγγραφέα, θα πρέπει μάλλον να χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις διαταραχών που οφείλονται σε κάποιο ελάττωμα στο ίδιο το όργανο/σύστημα. Τέλος, προτείνονται δύο παιδαγωγικές μέθοδοι για την διδασκαλία των νοητικά καθυστερημένων παιδιών: μία μέσω της «εξαναγκασμένης μετουσίωσης», όπως την ονομάζει η Α. Φρούντ, και μία μέσω της βελτίωσης των συναισθηματικών σχέσεων των παιδιών, η ευεργετική επίδραση της οποίας αποτυπώνεται και στην αύξηση του Διανοητικού Πηλίκου.
Η δευτερογενής αυτονομία του εγώ, ή η μη αναστρεψιμότητα, ή η δυνατότητα αντίστασης (resistivity) (όροι που ο Hartmann χρησιμοποιεί ισοδύναμα), αφορά τον βαθμό στον οποίο τα διάφορα ενδιαφέροντα και στάσεις του εγώ καθίστανται ανεξάρτητα των ενορμητικών τάσεων ή των αμυντικών μηχανισμών από τα οποία προήλθαν. Είναι σαφές ότι τα επιτεύγματα του εγώ μπορούν να αντιστραφούν και να σημειωθεί παλινδρόμηση σε προγενέστερες μορφές. Στον αντίποδα, υπάρχουν τάσεις που μπορούν να διατηρηθούν εφ’ όρου ζωής ως μετουσιώσεις, ασχέτως των αρχικών ενορμήσεων που βρίσκονταν στην ρίζα τους, ή στοιχεία (πχ. αντιδραστικοί σχηματισμοί του χαρακτήρα) που μπορεί να επιβιώσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα αφότου θα έχουν χάσει πλέον την αρχική αμυντική τους λειτουργία απέναντι στις ενορμήσεις. Για τον Hartmann (1952), αυτή η δευτερογενής αυτονομία αποτελεί την πραγματική «δύναμη» του εγώ, θεωρούμενη από τον ίδιο ένας πολύ σημαντικός παράγοντας σταθερότητας του εγώ και συνολικά της προσωπικότητας. Η Άννα Φρόυντ (1952) συμφωνεί με την άποψη του Hartmann ότι πρόκειται πράγματι για ένα σημαντικό βήμα προς την ωριμότητα, ιδιαίτερα βέβαια κατά την ανάπτυξη του παιδιού όπου τα κεκτημένα του εγώ παραμένουν ακόμα αρκετά επισφαλή· δηλαδή, όταν οι ταυτίσεις με τους γονείς δεν έχουν ολοκληρωθεί και το υπερεγώ δεν έχει εγκατασταθεί πλήρως. Οι αντιδραστικοί σχηματισμοί που εμπλουτίζουν το εγώ (καθαριότητα, αποστροφή, έλεος, ντροπή, μετριοφροσύνη) μπορούν να ξεχαστούν όταν διαρραγεί ο δεσμός με το αντικείμενο ή όταν η αγάπη προς τον γονέα αντικατασταθεί από μίσος ή εχθρότητα. Τα παραπάνω, όπως προσθέτει η συγγραφέας, είναι δυνατόν να παρατηρηθούν μέχρι και την περίοδο της εφηβείας. Συμπερασματικά, το ανώριμο εγώ εμφανίζεται επιρρεπές σε παλινδρομικές κινήσεις, ιδιαίτερα υπό την επήρεια κάποιας τραυματικής εμπειρίας. Και τότε είναι οι πιο πρόσφατα αποκτηθείσες λειτουργίες του εγώ εκείνες που κινδυνεύουν περισσότερο να διαταραχθούν. Η Α. Φρούντ αναφέρεται εδώ στην «περίοδο ευαλωτότητας», θα μπορούσαμε να πούμε, των διάφορων αναπτυξιακών επιτευγμάτων του εγώ, με το πέρας της οποίας θα γίνονταν μη-αναστρέψιμα (δηλαδή, άτρωτα στην επιρροή του αυτό): μερικές εβδομάδες για το περπάτημα, 6 με 12 μήνες για την ομιλία, όλη η περίοδος της πρώτης παιδικής ηλικίας για τον έλεγχο των σφιγκτήρων. Τίθεται ωστόσο ένα ερώτημα ενδεχομένως σχετικά με το τι συμβαίνει σε παθολογίες που έρχονται να διαταράξουν κάποια από αυτά τα κεκτημένα, ακόμα και πολύ αργότερα στην ενήλικη ζωή.
Στον νευρωτικό ενήλικα πάντως, όπως σημειώνει η συγγραφέας, μπορεί να υπάρχει ενορμητική παλινδρόμηση, αλλά το εγώ παραμένει ανέπαφο. Αντίθετα, στις ανώριμες προσωπικότητες παρατηρείται αυτό που η ίδια ονομάζει «ολική παλινδρόμηση»: μη μπορώντας να αντέξει κάτω από την πίεση της ενορμητικής παλινδρόμησης, το εγώ παλινδρομεί συγχρόνως και αυτό. Κάτι που έχει ως συνέπεια να αποφεύγεται η ένταση της ενδοψυχικής σύγκρουσης για το παιδί, οδηγώντας όμως σε μια «πολλαπλότητα ανωμαλιών, καθυστερήσεων στην ανάπτυξη, παιδομορφισμών και αποτυχιών στην προσαρμογή που ομαδοποιούμε αόριστα ως συναισθηματικές διαταραχές της ανάπτυξης κατά την παιδική ηλικία»5 (Α. Freud, 1952, σ. 50). Η παιδική νεύρωση προϋποθέτει ένα επαρκώς σταθερό εγώ – μια υψηλή δευτερογενή αυτονομία του εγώ, αν εφαρμόσουμε την ορολογία του Hartmann – και, κατά συνέπεια, παραμένει αρκετά σπάνια κατά την πρώτη παιδική ηλικία. Η Άννα Φρόυντ καταλήγει στην σημαντική, και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα για την εποχή εκείνη, παρατήρηση ότι τα παιδιά αυτής της γενιάς θα μεγάλωναν με μεγαλύτερη επιείκεια, πράγμα που θα είχε ως αποτέλεσμα να χρειάζονται περισσότερο χρόνο ώστε να αποκτήσουν μια στέρεα δομή του εγώ. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει, κατά την ίδια, την τάση μείωσης των πραγματικών παιδικών νευρώσεων και την αντικατάστασή τους από «λιγότερο καλά προσδιορισμένες και κυμαινόμενες αναπτυξιακές διαταραχές» (Α. Freud, ό.π.)6.
Η τοποθέτηση της Μέλανι Κλάιν
Στην παρέμβασή της στην συζήτηση του συμποσίου που ακολουθεί, η Μέλανι Κλάιν προβαίνει σε μια πυκνή και συνεκτική παρουσίαση ορισμένων θεμελιωδών ιδεών της θεωρίας της, προτείνοντας ένα πανόραμα της ψυχικής ζωής του βρέφους. Δεν αναφέρεται ιδιαίτερα στις θέσεις του Hartmann και της Ψυχολογίας του Εγώ, τουλάχιστον άμεσα7, και καταλήγει, όπως θα δούμε, στην διαπίστωση ότι ορισμένα κεντρικά σημεία της μέχρι τότε ψυχαναλυτικής θεωρίας θα έχρηζαν επανεξέτασης. Είναι ενδιαφέρον, και διόλου τυχαίο, το γεγονός ότι ξεκινά επικαλούμενη τον Φρόυντ και συγκεκριμένα τα «τελευταία συμπεράσματα [του] σχετικά με το εγώ», όπως γράφει, τα οποία εκθέτει στο Περατή και μη περατή ανάλυση του 1937, και στα οποία έχει αναφερθεί προηγουμένως και ο Hartmann. Αμέσως μετά, διαφοροποιούμενη έμμεσα από όσα έχει υποστηρίξει η Άννα Φρούντ, η συγγραφέας εκφράζει μία από τις ήδη γνωστές δικές της κεντρικές υποθέσεις ότι «το εγώ λειτουργεί από την αρχή και ότι μεταξύ των πρώτων δραστηριοτήτων του είναι η άμυνα απέναντι στο άγχος και η χρήση διεργασιών ενδοβολής και προβολής» (Klein, 1952, σ. 51). Υπενθυμίζει, επίσης, την άποψή της ότι η αρχική δυνατότητα ανοχής του εγώ απέναντι στο άγχος εξαρτάται από εγγενείς, ιδιοσυστασιακούς παράγοντες καθώς και ότι «το εγώ εγκαθιδρύει σχέσεις αντικειμένου από τις πρώτες επαφές με τον εξωτερικό κόσμο», όπως σημειώνει χαρακτηριστικά (Klein, ό.π.). Δύο κομβικά στοιχεία λοιπόν, τα οποία βρίσκονται σε αντιδιαστολή με όσα προηγήθηκαν και θεωρούνταν λίγο πολύ ως βασικά δεδομένα της φροϋδικής οπτικής· σύμφωνα με την οποία ούτε το εγώ ούτε το αντικείμενο θα υφίσταντο εξαρχής.
Η Μέλανι Κλάιν (1952) προσθέτει ακόμη ότι μια άλλη θεμελιακή λειτουργία του εγώ είναι η ώση προς την απαρτίωση. Στο κέντρο της θεώρησής της, ας υπενθυμίσουμε, τοποθετεί την πάλη μεταξύ των ενορμήσεων ζωής και των ενορμήσεων θανάτου, προεκτείνοντας με τον δικό της πρωτότυπο τρόπο τον τελευταίο ενορμητικό δυισμό του Φρόυντ. Αν και συμφωνεί με τον τελευταίο βέβαια όσον αφορά την ιδέα ότι το αυτό λειτουργεί εξαρχής ως η δεξαμενή των ενορμήσεων, διαφοροποιείται εντούτοις ως προς την σημασία που αποδίδει στην δράση της ενόρμησης του θανάτου. Ειδικότερα, βάσει της κλαϊνικής υπόθεσης, «η πρωταρχική αιτία του άγχους είναι ο φόβος του αφανισμού, του θανάτου», ο οποίος θα συνδεόταν επακριβώς με το εσωτερικό έργο της ενόρμησης του θανάτου. Αυτός ο πρωταρχικός φόβος εκμηδένισης ωθεί το εγώ να αναλάβει δράση, γεννώντας έτσι τις πρώτες άμυνες. Η κινητοποίηση του εγώ, και ιδιαίτερα η ώση προς την απαρτίωση και την οργάνωση, έχει τις ρίζες στην ενόρμηση της ζωής. Η ένωση και η σύνδεση, όπως το είχε θέσει ο Φρόυντ, είναι ο κύριος στόχος του Έρωτα, παρατηρεί εδώ η συγγραφέας (Klein, 1952). Σε αυτή την ώση προς την απαρτίωση αντιτίθενται οι διεργασίες σχάσης, οι οποίες μαζί με την ενδοβολή και την προβολή συνιστούν μερικούς από τους πιο θεμελιώδεις πρώιμους μηχανισμούς. Συμπερασματικά, θα μπορούσε να λεχθεί ότι το πρωταρχικό ψυχικό τοπίο και, ιδιαίτερα, η λειτουργία του πρώιμου εγώ που σκιαγραφεί η Μέλανι Κλάιν διαφέρει σημαντικά από την γενική εικόνα που παρουσιάζεται στο κείμενο της Άννα Φρόυντ· και ακόμα περισσότερο από εκείνη στον Hartmann, o οποίος μοιάζει να παίρνει αποστάσεις, επιπροσθέτως, από την ενορμητική οπτική.
Άλλη μια μείζονα συνεισφορά της ενορμητικής ζωής στις πρωταρχικές λειτουργίες του εγώ αφορά την φαντασιωσική δραστηριότητα, η οποία έχει τις ρίζες της στις ενορμήσεις και είναι ομοίως παρούσα από την αρχή, όπως επισημαίνει η Μ. Κλάιν (1952), ως νοητική έκφραση της δραστηριότητας των δύο μεγάλων ενορμήσεων, της ενόρμησης ζωής και της ενόρμησης θανάτου. Η συγγραφέας προσθέτει ότι η φαντασιωσική δραστηριότητα βρίσκεται στη βάση των μηχανισμών ενδοβολής και προβολής, που επιτρέπουν στο εγώ να επιτελέσει μια από τις βασικές λειτουργίες του, η οποία δεν είναι άλλη από την εγκαθίδρυση σχέσεων αντικειμένου. Σημειώνει (Klein, 1952, σ. 52): «Δια της προβολής, στρέφοντας προς τα έξω την libido και την επιθετικότητα και εμποτίζοντας το αντικείμενο με αυτές, προκύπτει η πρώτη σχέση αντικειμένου του παιδιού. Αυτή είναι η διεργασία η οποία κατά την γνώμη μου βρίσκεται στη βάση της επένδυσης των αντικειμένων». Ταυτόχρονα, όμως, μέσω της διεργασίας της ενδοβολής, αυτό το πρώτο αντικείμενο εισέρχεται επίσης στον εαυτό, εσωτερικεύεται. Έτσι, «από την αρχή οι σχέσεις με τα εξωτερικά και τα εσωτερικά αντικείμενα αλληλεπιδρούν. Το πρώτο από αυτά τα εσωτερικευμένα αντικείμενα […] είναι ένα μερικό αντικείμενο, ο μαστός της μητέρας» (Klein, ό.π.), το οποίο και διαδραματίζει έναν ζωτικό ρόλο στην ανάπτυξη του εγώ.
Σταδιακά, όσο αναπτύσσεται η σχέση προς το ολικό αντικείμενο δημιουργείται μέσα στο βρέφος «ένας κόσμος καλών και κακών αντικειμένων». Η μητέρα, ο πατέρας και άλλα μέλη της οικογένειας ενδοβάλλονται ως πρόσωπα με καλές ή κακές πτυχές, «ανάλογα με τις εμπειρίες του παιδιού και επίσης ανάλογα με τα εναλλασσόμενα συναισθήματα και φαντασιώσεις του» (Klein, 1925, σ. 52). Ας παρατηρήσουμε επομένως ότι η Μέλανι Κλάιν φαίνεται να θέτει εδώ – όπως και η Άννα Φρούντ, αν και από διαφορετική οπτική γωνία – το ζήτημα της συνάρθρωσης των ενδογενών και των εξωγενών παραγόντων στην ανάπτυξη του εγώ. Σύμφωνα με την Μ. Κλάιν, κατά την διάρκεια των τριών ή τεσσάρων πρώτων μηνών, επικρατούν τα διωκτικά άγχη, τα οποία κάποιες φορές δοκιμάζουν έντονα και αποδυναμώνουν το εγώ, και άλλοτε συνιστούν την κινητήριο δύναμη προς την απαρτίωση και την ανάπτυξη της σκέψης. Το καταθλιπτικό άγχος και η ενοχή, που εμφανίζονται στο δεύτερο τετράμηνο, και ιδιαίτερα το αίσθημα ότι το αγαπημένο εσωτερικό αντικείμενο κινδυνεύει από τις επιθετικές παρορμήσεις του παιδιού, μπορούν επίσης να έχουν έναν αρνητικό αντίκτυπο ή, αντίθετα, να εμπλουτίσουν το εγώ, ανοίγοντας τον δρόμο προς την επανόρθωση και την μετουσίωση.
Ανάλογα με τα συναισθήματα και τις εμπειρίες του, το παιδί νιώθει αυτά τα εσωτερικευμένα αντικείμενα να έχουν την δική τους ζωή, ευρισκόμενα είτε σε αρμονία είτε σε σύγκρουση, τόσο μεταξύ τους όσο και με το εγώ. Η Μέλανι Κλάιν (1952, σ. 52-53) εξηγεί ότι:
«Όταν το παιδί αισθάνεται ότι εμπεριέχει καλά αντικείμενα, βιώνει εμπιστοσύνη και ασφάλεια. Όταν νιώθει ότι εμπεριέχει κακά αντικείμενα βιώνει δίωξη και δυσπιστία. Η καλή και η κακή σχέση του παιδιού με τα εσωτερικά αντικείμενα αναπτύσσεταιταυτόχρονα με αυτή με τα εξωτερικά αντικείμενα και επηρεάζει διαρκώς την πορεία της. Από την άλλη πλευρά, η σχέση με τα εσωτερικά αντικείμενα είναι εξαρχής επηρεασμένη από τις ματαιώσεις και τις ικανοποιήσεις που αποτελούν μέρος της καθημερινής ζωής του παιδιού. Υπάρχει συνεπώς μια σταθερή διάδραση μεταξύ του κόσμου των εσωτερικών αντικειμένων, που αντανακλά με έναν φανταστικό τρόπο τις εντυπώσεις που αποκτώνται απέξω, και τον εξωτερικό κόσμο που επηρεάζεται αποφασιστικά από την προβολή».
Η συγγραφέας προσθέτει (Klein, ό.π.) ότι τα εσωτερικευμένα αντικείμενα συγκροτούν επίσης τον πυρήνα του υπερεγώ, «το οποίο αναπτύσσεται καθ’ όλη τη διάρκεια των πρώτων χρόνων […] και φθάνει στην κορύφωσή του στο στάδιο όπου – σύμφωνα με την κλασσική θεωρία – το υπερεγώ ως κληρονόμος του οιδιπόδειου συμπλέγματος δημιουργείται».
Βάσει όλων των παραπάνω, η Μ. Κλάιν (1952, σ. 53) καταλήγει στην διαπίστωση ότι είναι αδύνατον για εκείνη να δει αποκομμένα τις αμοιβαίες επιρροές του εγώ και του αυτό, δεδομένου ότι στην δική της σκέψη «και οι τρεις περιοχές του ψυχισμού βρίσκονται από την αρχή της ζωής στην στενότερη διάδραση». Δίνει μεγάλη έμφαση στην πολλαπλότητα των διαδικασιών και των αλληλεπιδράσεων που λαμβάνουν χώρα και εξελίσσονται διαρκώς στο ασυνείδητο, όπως σημειώνει, το οποίο βρίσκεται στην ρίζα της ψυχικής ζωής και την καθορίζει συνολικά. Ως κατακλείδα της παρέμβασής της, η Μ. Κλάιν τονίζει ότι οι υποθέσεις της προτείνουν μια πολύ ευρύτερη οπτική για τις πρώιμες ασυνείδητες διεργασίες από εκείνη του Φρόυντ, ότι τα θεμέλια της ανάπτυξης του εγώ και του σχηματισμού του υπερεγώ χρειάζεται να επανεξεταστούν και, τελικά, ότι αυτό θα οδηγήσει σε μια επανεκτίμηση της φύσης και του σκοπού του εγώ και του υπερεγώ, όπως και των σχέσεων ανάμεσα στα μέρη του ψυχισμού που συνθέτουν τον εαυτό.
Βιβλιογραφία
Freud, A. (1952). The Mutual Influences in the Development of the Ego and the Id – Introduction to the Discussion. Psychoanalytic Study of the Child, 7 (1): 42-50.
Hartmann, H. (1952). The Mutual Influences in the Development of the Ego and the Id. Psychoanalytic Study of the Child, 7 (1): 9-30.
Hoffer, W. (1952). The Mutual Influences in the Development of Ego and Id Earliest Stages. Psychoanalytic Study of the Child, 7 (1):31-41.
Klein, M. (1952). The Mutual Influences in the Development of Ego and Id – Discussants. Psychoanalytic Study of the Child, 7 (1): 51-53.
Nacht, S. (1952). The Mutual Influences in the Development of Ego and Id – Discussants. Psychoanalytic Study of the Child 7 (1): 54-59.
Perron, R. (1988). Histoire de la psychanalyse. Paris: PUF, 2014.
Roussillon, R. (1999). Agonie, clivage et symbolisation. Paris: PUF.
Σημειώσεις
1Οι εργασίες του εν λόγω συμποσίου, συνοδευόμενες από τον σχολιασμό των συζητητών, έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό The Psychoanalytic Study of the Child, τεύχος 7 (1), 1952, σσ. 9-68.
2Ο πρώτος μάλιστα και από το βήμα του ίδιου συμποσίου στο συνέδριο του Άμστερνταμ (Nacht, 1952).
3Μιλώντας, για παράδειγμα, όπως είδαμε νωρίτερα, για το ξεκίνημα «και των δύο πλευρών της ανθρώπινης προσωπικότητας» (Α. Freud; 1952, σ. 43) [η υπογράμμιση δική μας].
4 Βλ. A. Freud (ό.π.).
5Νοσολογική κατηγορία που παραπέμπει, όπως είναι δυνατόν να σκεφθούμε, σε αυτό που θα περιγραφόταν σήμερα ως οριακές διαταραχές της παιδικής ηλικίας.
6Η εν λόγω τάση εντοπίζεται επομένως από την Α. Φρούντ ήδη στις αρχές της δεκαετίας του 1950.
7Ο Hartmann δεν μνημονεύεται καθόλου στην εισήγησή της.