Πτυχές του ψυχικού τραύματος και της απώλειας στην εμπειρία των προσφύγων


Στυλιανός Φαρσαλιώτης
Ιούνιος 2019

«Το ρίζωμα είναι ίσως η σημαντικότερη αλλά και η πλέον παραγνωρισμένη ανάγκη της ανθρώπινης ψυχής».

Simone Weil, Το ρίζωμα.

Το 1930, στο έργο του «Η δυσφορία μέσα στον πολιτισμό», ο Freud (1930, σ. 19) σημείωνε περιεκτικά: «Η οδύνη μας απειλεί από τρεις πλευρές, από το ίδιο το σώμα, που καταδικασμένο να μαραθεί και να διαλυθεί δεν μπορεί καν να αντεπεξέλθει χωρίς τον πόνο και το άγχος ως σήματα κινδύνου, από τον εξωτερικό κόσμο που μπορεί να μαίνεται εναντίον μας με πανίσχυρες, αμείλικτες και καταστροφικές δυνάμεις, και τέλος από τις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους. Την οδύνη που προέρχεται από αυτήν την πηγή, την αισθανόμαστε ίσως πιο επίπονα από οποιαδήποτε άλλη». Αυτή η τρίτη -σχεσιακή- πηγή της οδύνης, η «κοινωνική πηγή της οδύνης», εντοπίζεται πιο συγκεκριμένα, στη συνέχεια του κειμένου, στην «[…] ανεπάρκεια των κανονισμών που ρυθμίζουν τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους στην οικογένεια, στο κράτος και στην κοινωνία» (ό.π., σ. 29).

Το πρόβλημα της φτώχειας, της ανασφάλειας των συνθηκών ζωής ή της κοινωνικής οδύνης, προερχόμενης από τις άνισες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, την εξορία και τον αποκλεισμό από την κοινότητα των ομοίων, δεν συνιστούν κάποιο πρωτόγνωρο φαινόμενο της εποχής μας. Όχι μόνο δεν περίμεναν την νεωτερικότητα για να εκδηλωθούν αλλά, αντίθετα, πρόκειται για ζητήματα που με την ποικιλότητα των ιστορικών τους μορφών αντανακλούν μια διαχρονική πραγματικότητα των ανθρωπίνων κοινωνιών. Τα διάφορα πρόσωπα της φιγούρας του παρία, από το παρελθόν έως τις μέρες μας, όπως και τα βάσανα όλων των «απόβλητων του κόσμου» (Βαρίκα, 2013) φαντάζουν, θα έλεγε κανείς, ανεξάντλητα.

Είτε εξαναγκασμένοι από ποικίλες συνθήκες βίας, είτε ακολουθώντας την δική τους επιθυμία, οι άνθρωποι πάντοτε μετακινούνταν σε νέες γεωγραφικές περιοχές ή επικράτειες. Για τις μετακινήσεις αυτές έχουν γραφτεί πολλά, για μεγάλο χρονικό διάστημα και από ποικίλες οπτικές γωνίες (Malkki, 1992). Στον αιώνα μας, έχουν υπάρξει επίσης, όπως είναι ευρέως γνωστό, ιδιαίτερα σημαντικοί αριθμοί εκούσιων ή ακούσιων μεταναστεύσεων, με τις μείζονες προσφυγικές κρίσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή να κατέχουν βέβαια μια προεξάρχουσα θέση ανάμεσά τους. Σαφώς, τόσο οι αναγκαστικές όσο και οι εθελούσιες μετακινήσεις πληθυσμών -η διάκριση αυτή, αν και μπορεί να θεωρηθεί θεμελιώδης, δεν είναι πάντοτε προφανής- υπαγορεύονται από μια πολλαπλότητα διαφορετικών ιστορικο-πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών, θρησκευτικών ή άλλων παραγόντων και, ως εκ τούτου, αφορούν ομάδες ατόμων τα οποία διαφέρουν αρκετά ως προς τις εκάστοτε συνθήκες και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Ένα κοινό στοιχείο που χαρακτηρίζει σταθερά, παρόλα αυτά, τις ιστορίες των προσφύγων όπως και των μεταναστών, χωρίς να αναιρεί την μοναδικότητα και την πολυπλοκότητα καθεμιάς τους, είναι η συναισθηματική εμπειρία ρήξης που συνιστά ο ξεριζωμός.

Όπως σημειώνει η M. Bolognani (2016), το γεγονός ότι κάθε τύπος μετανάστευσης αντιστοιχεί σε μια διαδικασία που προκαλεί σημαντικές αναταραχές στον εαυτό είναι σήμερα μία κοινώς αποδεκτή, τεκμηριωμένη ψυχολογική παρατήρηση. Μία από τις βασικές πτυχές της εμπειρίας της μετανάστευσης, είτε είναι ηθελημένη για οικονομικούς λόγους, είτε αναγκαστική λόγω πολέμων ή διωγμών, είναι ότι το άτομο αφήνει πίσω του έναν οικείο πολιτισμικό χώρο και εισέρχεται σε έναν νέο, διαφορετικό με ό,τι μια τέτοια κίνηση συνεπάγεται σε απώλειες, πένθη και ανάγκη επαναπροσαρμογής (De Coster, 2017). Τόσο η υποκειμενική συνάντηση του μετανάστη ή του πρόσφυγα με αυτόν τον νέο κόσμο όσο και οι απαντήσεις που θα του απευθυνθούν, σε ποικίλα επίπεδα, από την χώρα άφιξης αποδεικνύονται εδώ καθοριστικές. Κάθε μετανάστευση, και ιδιαίτερα αυτές που οφείλονται σε έντονες κοινωνικο-πολιτικές και θρησκευτικές κρίσεις, συνοδεύεται έτσι από την απότομη έκθεση σε ένα χάσμα, σε ένα κενό στον πολιτισμό, τον ξεριζωμό από την γενέθλια χώρα και την απέλπιδη αναζήτηση ενός καινούριου τόπου υποδοχής (Delouya, 2017).

Σε πολυάριθμες περιπτώσεις, η εμπειρία της μετανάστευσης βιώνεται σαν ένα σοβαρό ναρκισσιστικό πλήγμα και σημαδεύεται από ποικίλες τραυματικές απώλειες, όπως η απώλεια του οικογενειακού περιβάλλοντος, της ευρύτερης κοινότητας, των πολιτισμικών παραδόσεων και αξιών, ή ακόμη της ταυτότητας, του κοινωνικού στάτους και του επαγγελματικού ρόλου του ατόμου. Συχνά, η εμπειρία αυτή είναι συνώνυμη μιας οδυνηρής εγκατάλειψης αρχικών αντικείμενων επένδυσης και δεσμών, συμπεριλαμβανομένης της μητρικής γλώσσας, αλλά και μιας αναπόφευκτης παραίτησης από προηγούμενες καθημερινές συνήθειες καθώς και από το πρώην άμεσο αισθητηριακό περιβάλλον του υποκειμένου, δηλαδή από το πλαίσιο μέσα στο οποίο τα διάφορα γεγονότα της ζωής του λάμβαναν χώρα. Πέραν του σφοδρού συναισθηματικού αντίκτυπου όλων αυτών των μειζόνων απωλειών, η ψυχική επεξεργασία των οποίων αρκετές φορές μοιάζει να μην μπορεί να πραγματοποιηθεί, η τραυματική ιστορία προσωπικών και/ή οικογενειακών διώξεων που προηγείται σε ορισμένες περιπτώσεις της μετανάστευσης μπορεί να οδηγήσει σε μια κατακρήμνιση της αισθήματος ασφάλειας και της εμπιστοσύνης στους άλλους.

Οι καταστάσεις κρίσης, η υπέρμετρη αστάθεια και επισφάλεια όλων των μορφών, ο διασκορπισμός της κοινότητας, τα φαινόμενα κοινωνικής περιθωριοποίησης, οι υλικές αντιξοότητες και η βία αποτελούν μερικές βασικές παραμέτρους του βιώματος πολλών προσφύγων και μεταναστών. Πάνω απ’ όλα, η απώλεια της χώρας καταγωγής και η απόσπαση από τις ρίζες εμφανίζονται να συγκροτούν μια εξαιρετικά τραυματική συνθήκη, η οποία τείνει να κινητοποιεί πρώιμα διωκτικά άγχη. Προκειμένου να επιβιώσουν σε έναν ανοίκειο κόσμο που βιώνεται ως αδιάφορος ή εχθρικός, πολλοί μετανάστες καταφεύγουν έτσι σε μια σχάση ανάμεσα στην επιθυμία τους να ανήκουν και την ανάγκη τους να διαφυλάξουν την ατομικότητά τους (Belkin, 2017). Ερχόμενοι αντιμέτωποι με τον άλλο, τον «ξένο», ορισμένοι μετανάστες ενδέχεται να απαρνηθούν ριζικά τις πολιτισμικές τους ταυτίσεις για να ενταχθούν καλύτερα στη νέα ομάδα, μια κατάσταση που μπορεί να καταλήξει στον σχηματισμό ενός αμυντικά υπερ-προσαρμοσμένου ψευδούς εαυτού (De Coster, ό.π.).

Μολονότι στον πυρήνα κάθε υποκειμενικής εμπειρίας μετανάστευσης ή ξεριζωμού βρίσκονται πάντοτε ορισμένα συναισθήματα θλίψης και νοσταλγίας, συνδεόμενα με την απώλεια της πατρίδας και ότι αυτή συνεπάγεται σε ψυχικό επίπεδο, μία θεμελιώδης παράμετρος που πρέπει να λαμβάνει κανείς υπόψιν στην προσπάθεια να κατανοήσει καλύτερα το εσωτερικό βίωμα των μεταναστών είναι το εάν διατηρούν ή όχι την δυνατότητα επιστροφής στην χώρα καταγωγής τους. Καθότι, όπως επισημαίνει ο V. Volkan (1999, σ. 169), «η αναγκαστική μετανάστευση και το τραύμα που συνδέεται μαζί της προκαλούν επιπλοκές που μπορεί να μην είναι παρούσες όταν η μεταγκατάσταση είναι εκούσια».

Ο πληθυσμός των προσφύγων αποτελεί μια ομάδα ανθρώπων οι οποίοι όχι μόνο βρίσκονται συνήθως αντιμέτωποι με συνθήκες εξαιρετικής επισφάλειας, ευαλωτότητας και αποκλεισμού στις χώρες υποδοχής, αλλά έχουν βιώσει επίσης σοβαρά ψυχικά τραύματα πριν ή/και κατά την διάρκεια του ταξιδιού προς αυτές. Η βιογραφία αυτών των ατόμων είναι συχνά σημαδεμένη από μία πληθώρα έντονων ψυχολογικών και σωματικών τραυματισμών: πόλεμος, περιστατικά βαρβαρότητας, βασανισμός, σωματική βία, σεξουαλική κακοποίηση, τρομοκρατία, απώλειες ποικίλων τάξεων, επώδυνοι αποχωρισμοί (Malkii, 1995)… Ορισμένα ανάμεσα στα συναισθήματα που συνδέονται στενά με την μετανάστευση και παρατηρούνται κατά την κλινική εργασία με οικογένειες προσφύγων είναι η έντονη ντροπή, η θλίψη, η νοσταλγία, το αίσθημα της προδοσίας αλλά και η ελπίδα (Grassi, 2017). Πολλές φορές, στην ψυχική ζωή αυτών των πολυ-τραυματισμένων υποκειμένων επικρατούν, ταυτόχρονα, ισχυρά αισθήματα ενοχής για το γεγονός ότι φεύγοντας αναγκάστηκαν να αφήσουν πίσω τους αγαπημένα πρόσωπα. Συνοδευόμενα σε αρκετές περιπτώσεις από κινήσεις αυτοαπαξίωσης και αυτομομφής, αυτά τα συναισθήματα ενοχής μπορεί να αναφέρονται ακόμη στο γεγονός ότι οι ίδιοι επιβίωσαν ενώ άλλοι, και κυρίως οι οικείοι τους, δεν κατάφεραν να διαφύγουν. Η εσωτερίκευση των οδυνηρών αισθημάτων ανημπόριας και ταπείνωσης που απορρέουν από παρόμοια τραυματικά βιώματα μπορεί να έχει ως συνέπεια την κατάρρευση της ελπίδας για το μέλλον, καθιστώντας ιδιαίτερα δύσκολη την διαδικασία της προσαρμογής και την μετέπειτα εξέλιξη του ατόμου στο νέο περιβάλλον.

Η υπέρμετρη επισφάλεια με την οποία βρίσκονται αντιμέτωποι πολλοί μετανάστες και πρόσφυγες στις χώρες υποδοχής και/ή στους ενδιάμεσους σταθμούς που συνθέτουν αρκετά συχνά το μακρύ δρομολόγιό τους δεν ταυτίζεται απλώς, ή τουλάχιστον όχι αποκλειστικά, με μια αγωνιώδη προσπάθεια για επιβίωση. Παραπέμπει, ειδικότερα, σε «μία διαδικασία συνεχούς αβεβαιότητας και ρευστότητας» (Στυλιανίδης, 2011, σ. 237), όπου υπάρχει πραγματική απώλεια των κοινωνικών αντικειμένων: κατοικία, εργασία, στάτους, αγαθά, οικογένεια κλπ. Η ακραία έλλειψη υλικής, κοινωνικής και συμβολικής συνέχειας και σταθερότητας, η οποία διακρίνει τις τραυματικές ιστορίες πολλών προσφύγων και μεταναστών, τείνει να κινητοποιεί ιδιαίτερα ισχυρά άγχη όπως και δύσκαμπτες, περιοριστικές αλλά όμως απαραίτητες, για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα τουλάχιστον, στρατηγικές ψυχικής επιβίωσης. Τελικά, ο εσωτερικός τρόπος επαναδιαπραγμάτευσης του υποκειμένου με αυτά τα στοιχεία, εξαρτώμενος σε μεγάλο βαθμό από τις ιδιαιτερότητες της ψυχικής του οργάνωσης, της προσωπικής αλλά και της οικογενειακής ιστορίας του, θα εμφανιζόταν εδώ αρκετά καθοριστικός από πολλές απόψεις.

Για τα άτομα αυτά που βιώνουν ιδιαίτερα επώδυνες καταστάσεις ξεριζωμού, ένδειας, περιθωριοποίησης και αποξένωσης, κάθε άλλο παρά παρακινδυνευμένο θα ήταν το να υποστηριχθεί πως οποιαδήποτε διαδικασία ψυχικής φροντίδας και κοινωνικής ένταξης συνδέεται απαραίτητα και με την ανάκτηση μιας επαρκούς εσωτερικής ασφάλειας, μιας βασικής ναρκισσιστικής σταθερότητας και ενός αισθήματος ταυτότητας που να μην εγκλωβίζεται στο στίγμα της μειονεξίας, της ασθένειας ή του κοινωνικού αποκλεισμού. Από μία ψυχαναλυτική σκοπιά, έχει υποστηριχθεί η θέση ότι στο πλαίσιο της κλινικής προσέγγισης υποκειμένων που αντιμετωπίζουν συνθήκες ακραίας ρευστότητας, επισφάλειας και ευαλωτότητας, όπως οι πρόσφυγες και οι άστεγοι, «το επείγον πρόβλημα είναι η ”εδώ και τώρα” συν-κατασκευή μιας νέας αφήγησης, ενός νέου αντικειμένου από ό,τι είναι διαθέσιμο και ψυχικά αναπαραστάσιμο από τα παλιά συντρίμμια του αντικειμένου» (Στυλιανίδης, ό.π., σ. 244). Ας σημειώσουμε, προχωρώντας σε αυτήν την κατεύθυνση, ότι αυτή η συν-κατασκευή προϋποθέτει να μπορέσει κανείς να έρθει βαθμιαία σε επαφή με εκείνο το «εναπομένον ζωντανό μέρος» της προσωπικότητας (Muldworf & Arveiller, 2012, σ. 919), το οποίο αναγκάστηκε να αυτο-εξοριστεί στα μύχια του ψυχισμού προκειμένου να μπορέσει, με κάποιο τρόπο, να επιβιώσει όλων αυτών των τραυματικών καταστάσεων.

Βιβλιογραφία

Belkin, M. (2017). Carrying the Burden of Loss Across the Ocean: Transmission of Trauma in Migrant Families. Psychoanalysis Today.

Bolognani, M. (2016). From myth of return to return fantasy: a psychosocial interpretation of migration imaginaries. Identities 23(2): 193-209.

De Coster, N. (2017). The Other language: A few psychoanalytic thoughts about migration, the loss of culture and language. Psychoanalysis Today.

Delouya, D. (2017). Immigration, time and hope. Psychoanalysis Today.

Freud, S. (1930). Le malaise dans la culture. Paris : Presses Universitaires de France, 2010.

Grassi, L. (2017). Exploring meanings of shame in migration. Psychoanalysis Today.

Malkki, L. (1992). National Geographic: The Rooting of Peoples and the Territorialization of National Identity among Scholars and Refugees. Cultural Antropology 7(1): 24-44.

Malkki, L. (1995). Refugees and Exile: From “Refugee Studies” to the National Order of Things. Annual Review of Antropology 24: 495-523.

Muldworf, L., Arveiller, J.P. (2012). Exclusion sociale et précarité : cliniques et psychopathologie. In V. Kapsamblelis, Manuel de psychiatrie clinique et psychopathologique de l’adulte. Paris : Presses Universitaires de France, pp. 909-921.

Volkan, V. (1999). Nostalgia as a Linking Phenomenon. Journal of Applied Psychoanalytic Studies 1(2): 169-179.

Weil, S. (1949). L’enracinement. Prélude à une déclaration des devoirs envers l’être humain. Paris : Flammarion, 2014

Βαρίκα, Ε. (2013). Οι απόβλητοι του κόσμου, Μορφές του παρία. Αθήνα: Πλέθρον.

Στυλιανίδης, Σ. (2011). Η κλινική του εφήμερου. Όψεις της ατομικής και κοινωνικής οδύνης. Κλινικά και κοινωνικά ερωτήματα μέσα από μια ψυχαναλυτική οπτική. Οιδίπους 5 : 229- 249.