Στυλιανός Φαρσαλιώτης
Απρίλιος 2024
Εισαγωγικά στοιχεία
Το αγόρι ηλικίας πέντε ετών, το οποίο έγινε διάσημο με το όνομα «Μικρός Hans» μέσα από την ομώνυμη κλινική μελέτη του S. Freud (1909), ονομαζόταν στην πραγματικότητα Herbert Graf, όπως αποκάλυψε ο ίδιος σε μια συνέντευξη που έδωσε πολλές δεκαετίες αργότερα, το 1972. Πατέρας του Herbert ήταν ο Max Graf, επιφανής μουσικός κριτικός, μεταφραστής και αρθρογράφος. Έπειτα από την θεραπεία της συζύγου του με τον Freud, ο Max Graf έγινε ένα από τα μέλη της Ψυχολογικής Εταιρείας της Τετάρτης, η οποία στην συνέχεια εξελίχθηκε στην Ψυχαναλυτική Εταιρεία της Βιέννης. Η «ανάλυση» του μικρού αγοριού από τον πατέρα του, υπό την καθοδήγηση του Freud, εκτυλίχθηκε από τον Ιανουάριο ως τον Μάιο του 19081. Ο Freud συνέταξε την κλινική ιστορία του Μικρού Hans τον Ιούλιο του ίδιου έτους, ταυτόχρονα με ένα σημαντικό συμπληρωματικό άρθρο πάνω στις Παιδικές σεξουαλικές θεωρίες (Freud, 1908).
Όταν τον Μάιο της επόμενης χρονιάς ο Freud πραγματοποίησε εκ νέου αναφορά στην περίπτωση του Μικρού Hans στο πλαίσιο μιας συνάντησης στην Ψυχαναλυτική Εταιρεία της Βιέννης, ο Max Graf συμμετείχε στην συζήτηση, χωρίς ωστόσο να γνωστοποιήσει ότι επρόκειτο για τον γιο του. Λίγο αργότερα, οι γονείς του Herbert πήραν διαζύγιο και ξαναπαντρεύτηκαν ο καθένας από την πλευρά του. Νέος άνδρας πλέον, ο Herbert Graf επισκέφτηκε τον Freud το 1922, στον οποίο και παρουσιάστηκε ως ο «Μικρός Hans». Ακολούθησε μια λαμπρή καλλιτεχνική πορεία σκηνοθέτη όπερας, συνεργαζόμενος με σπουδαίους μουσικούς και αποκτώντας σημαντικούς τίτλους και διακρίσεις· όπως, μεταξύ άλλων, η θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή της Μητροπολιτικής Όπερας της Νέας Υόρκης ή ακόμα του διευθυντή του Μεγάλου Θεάτρου της Γενεύης. Σύμφωνα με τον Jean Bergeret (1987), κατά την διάρκεια ενός ψυχαναλυτικού συνεδρίου στην Γενεύη το 1970, ο Herbert Graf συνάντησε την Anna Freud και της εκμυστηρεύτηκε την ταυτότητά του ως παλιού ασθενούς. Απεβίωσε μερικά χρόνια αργότερα, τον Απρίλιο του 1973.
Η βαρύνουσα σημασία της περίπτωσης του Μικρού Hans για την ψυχανάλυση έχει υπογραμμισθεί από νωρίς, κατά πρώτο λόγο από τον ίδιο τον Freud, ο οποίος βρήκε αρχικά σε αυτήν μια επιβεβαίωση των θεωρητικών υποθέσεων που είχε επεξεργαστεί στους ενήλικες. Ας επαναλάβουμε ότι από χρονική άποψη βρισκόμαστε στο 1908, λίγο μετά, δηλαδή, από την πρώτη έκδοση των φροϋδικών Τριών δοκιμίων για την σεξουαλική θεωρία (Freud, 1905). Επιθυμώντας έτσι να υποστηρίξει τις ψυχαναλυτικές ανακαλύψεις που έχει πραγματοποιήσει στους νευρωτικούς ενήλικες, ο Freud είναι σε αναζήτηση, μέσα από την εμπειρία και παρατήρηση των παιδιών, «μιας πιο άμεσης απόδειξης», όπως σημειώνει στην εισαγωγή του κειμένου (1909, σ. 157). Στην πορεία του έργου του, ο ιδρυτής της ψυχανάλυσης θα επιστρέψει στην ανάλυση της συγκεκριμένης περίπτωσης πολλές φορές. Όπως το θέτει περιεκτικά ο Jean Laplanche (1980), ο μικρός Hans υπήρξε αυτός που ανακάλυψε το σύμπλεγμα ευνουχισμού και «ο πρώτος που διατύπωσε τις “παιδικές σεξουαλικές θεωρίες”».
Η ιστορία του Μικρού Hans
Οι πληροφορίες σχετικά με την ιστορία και την ανάλυση του Μικρού Hans προέρχονται ως επί το πλείστον από τις εξαιρετικά συστηματικές καταγραφές του πατέρα του, οι οποίες αποτελούν κι ένα μεγάλο μέρος του φροϋδικού κειμένου. Ο Freud αναπαράγει τις λεπτομερείς αυτές σημειώσεις του πατέρα του Μικρού Hans αυτούσιες, όπως του τις παρέδωσε ο τελευταίος, χωρίς καμία απόπειρα να διαταράξει «την αφέλεια και την ειλικρίνεια του παιδικού σύμπαντος μέσα από συμβατικές παραμορφώσεις» (1909, σ. 158).
Οι πρώτες καταγεγραμμένες επικοινωνίες του Hans χρονολογούνται στην περίοδο λίγο πριν τα τρία του έτη. Εκδήλωνε τότε, με διάφορα λόγια και ερωτήσεις, ένα ιδιαίτερα έντονο ενδιαφέρον σχετικά με το μέρος του σώματος που συνήθιζε να περιγράφει ως «κάνει-πιπί» στα γερμανικά. Έτσι, μια μέρα έθεσε στην μητέρα του την εξής ερώτηση: «Μαμά, έχεις κι εσύ πιπί;» «Φυσικά. Γιατί;», ήταν η απάντησή της. Στην ίδια ηλικία, βλέπει κάποια μέρα να αρμέγουν μια αγελάδα και λέει: «Κοίτα, από το πιπί βγαίνει γάλα». Στην ηλικία των 3μισι ετών, η μητέρα του τον βρίσκει με το χέρι πάνω στο πέος του και τον απειλεί: «Αν το κάνεις αυτό, θα φωνάξω τον Δρ Α., και θα σου κόψει το πιπί. Με τι θα κάνεις τότε πιπί;» Ο Hans της απαντά: «Με τον ποπό». Όπως σημειώνει ο Freud (ό.π., 159), ο μικρός Hans δεν έχει ακόμη συνείδηση ενοχής, αλλά είναι σε αυτήν την περίσταση που αποκτά το «σύμπλεγμα ευνουχισμού». Το ενδιαφέρον του για το «πιπί» παραμένει διαρκώς παρόν όχι μόνο όσον αφορά τους δύο γονείς του, αλλά και αναφορικά με το ζωικό βασίλειο. Μάλιστα, βάσει του συγκεκριμένου κριτηρίου, δηλαδή της παρουσίας ή της απουσίας πέους, πραγματοποιεί μια διαφοροποίηση των έμβιων όντων από τα άψυχα· σαν ένας ερευνητής, συμπληρώνει παρακάτω ο Freud: «Ένας σκύλος και ένα άλογο έχουν πιπί· ένα τραπέζι και μια πολυθρόνα δεν έχουν» (ό.π., σ. 160). Όμως, το μείζον γεγονός στην ζωή του Hans δεν είναι άλλο από την γέννηση της μικρής του αδελφής Hanna, όταν ο ίδιος ήταν ακριβώς 3μισι ετών. Έξι μήνες αργότερα περίπου, ο Hans υπερβαίνει την αρχική του ζήλια για να γίνει ένας αδελφός «τόσο τρυφερός όσο και με συνείδηση της ανωτερότητάς του», όπως το καταγράφει ο πατέρας του (ό.π., σ. 162). Παρατηρώντας το μπάνιο της μικρής αδελφής του, που είναι τότε μόλις μερικών ημερών, εκφράζει την ακόλουθη σκέψη: «Μα το πιπί της είναι ακόμα μικρό», συμπληρώνοντας, εν είδει παρηγοριάς: «Όταν μεγαλώσει, θα γίνει σίγουρα πιο μεγάλο».
Στην ηλικία των 3 ετών και 9 μηνών, ο Hans δίνει την πρώτη αφήγηση ενός ονείρου: «Σήμερα, όταν κοιμήθηκα, νόμισα ότι ήμουν στο Gmunden με την Mariedl»2. Έπειτα από την έλευση της αδελφής του, τον απασχολεί εμφανώς το πρόβλημα του πώς αποκτώνται τα παιδιά. Ονομάζει έτσι τα κορίτσια που παίζουν μαζί «τα παιδιά του» και προσθέτει ότι «τα έχει φέρει ο πελαργός». Παράλληλα, το ενδιαφέρον του για το πιπί παραμένει αμείωτο και εκφράζεται μέσα από διάφορες παρατηρήσεις και παιχνίδια που επινοεί ο ίδιος. Πέραν των αυτοερωτικών στοιχείων της σεξουαλικής του ζωής, από τις λεπτομερείς περιγραφές του πατέρα σχετικά με τις ερωτικές σχέσεις του Hans με άλλα παιδιά, προκύπτει ότι ο τελευταίος διαθέτει μια «επιλογή αντικειμένου» όπως και οι ενήλικες, και διακρίνεται επίσης από μια «καθ’ όλα αξιοσημείωτη κινητικότητα και μια πολυγαμική προδιάθεση» (Freud, ό.π., σ. 165): δύο κοριτσάκια 10 ετών που λατρεύει και αποκαλεί «μικρές μου αγάπες», ένας ξάδελφος 5 ετών, ένα κορίτσι 7-8 ετών, το οποίο περιμένει να επιστρέψει καθημερινά από το σχολείο ώστε να το θαυμάσει από το παράθυρο… Ακόμη, εκφράζει επίμονα στους γονείς του την επιθυμία η Mariedl να κοιμηθεί μαζί του, επιθυμία που έχει και ένα ερωτικό νόημα· οι γονείς, παρότι όχι υπερβολικά συχνά, έπαιρναν τον Hans στο κρεβάτι τους, γεγονός που είχε εγείρει στον ίδιο ερωτικά αισθήματα.
Στην ηλικία των 4 ετών και 3 μηνών στο καθημερινό μπάνιο που λάμβανε ο Hans από την μητέρα του, όταν εκείνη του βάζει πούδρα στην περιοχή γύρω από το πέος προσεκτικά για να μην το αγγίξει, ο Hans λέει: «Γιατί δεν βάζεις εκεί το δάχτυλο;» Η μητέρα του απαντά ότι αυτό είναι «βρώμικο», κάτι που ο ίδιος δεν καταλαβαίνει και στο οποίο αντιτείνει: «Μα είναι ευχάριστο!». Περίπου την ίδια περίοδο αφηγείται το εξής όνειρο: «Ξέρεις, αυτή τη νύχτα, σκέφτηκα: υπάρχει ένας που λέει: “Ποιος θέλει να έρθει σπίτι μου;” Τότε κάποιος λέει: “Εγώ”. Τότε πρέπει να τον κάνει να κάνει πιπί»”. Η ερμηνεία αυτού του ονείρου, σύμφωνα με τον πατέρα, συνίσταται στην απωθημένη ευχή τα κοριτσάκια με τα οποία έπαιζε να έρθουν να τον βοηθήσουν όταν ουρεί, κάτι που, σε έναν πρώτο χρόνο τουλάχιστον, θα ήταν εμφανώς ευχάριστο για τον Hans. Τις περισσότερες φορές ο πατέρας είναι εκείνος που στις βόλτες δίνει στον Hans αυτήν την βοήθεια, πράγμα που συνδέεται με μια ομοφυλόφιλη τάση προς τον πατέρα. Στο σημείο αυτό, ωστόσο, φαίνεται να υπάρχει ένας ενδοιασμός του Freud, όπως έχει υπογραμμισθεί συχνά από τους σχολιαστές του κειμένου, να υπεισέλθει περισσότερο στην ανεστραμμένη πτυχή του οιδιπόδειου συμπλέγματος. Έτσι, αν και υπαρκτή, η αναφορά μοιάζει ιδιαίτερα διακριτική, σαν η υποκείμενη ομοφυλοφιλία να έπρεπε να παραμείνει το «σχεδόν τυφλό σημείο» του συγκεκριμένου αναλυτικού εγχειρήματος (André, 2008).
Πορεία της ασθένειας και ανάλυση
Η φοβία του Μικρού Hans, η οποία εμφανίζεται σε αυτό το σημείο κατά την διάρκεια της παρατήρησης, αποδίδεται αρχικά από τον πατέρα σε μια σεξουαλική υπερδιέγερση του παιδιού λόγω της τρυφερότητας της μητέρας. Ένα σημαντικό ερώτημα που έχει διατυπωθεί εντούτοις εδώ είναι αν η φοβία του Μικρού Hans αποτελεί πράγματι αντικείμενο της ανάλυσης ή αντίθετα αποτέλεσμά της, στο μέτρο που η ανάδυση της φοβίας όχι μόνο δεν συνιστά την αρχική αιτία της συνεργασίας μεταξύ του πατέρα και του Freud, αλλά προκύπτει επιπλέον στην πορεία της εμπειρίας της παρατήρησης. Πρόκειται άραγε για μια ειρωνεία του ασυνειδήτου, διερωτάται ο Jacques André (ό.π.) στον πρόλογό του για την έκδοση της γαλλικής μετάφρασης του κειμένου, προσθέτοντας ότι ο Freud ως φίλος της οικογένειας Graf είχε χαρίσει στον Herbert ένα κουνιστό αλογάκι για τα τρίτα γενέθλιά του!
Η φοβία του Μικρού Hans συνίσταται, όπως είναι γνωστό, στον φόβο να μην τον δαγκώσει κάποιο άλογο στον δρόμο και, σύμφωνα με τον πατέρα, φαίνεται να σχετίζεται με το γεγονός ότι φοβάται ένα μεγάλο πέος· έχοντας παρατηρήσει από νωρίς το μεγάλο πέος του ζώου και συμπεράνει επίσης ότι η μαμά του, αφού είναι πολύ ψηλή, θα πρέπει απαραίτητα να έχει ένα πιπί σαν αυτό του αλόγου. Ο Freud δεν συντάσσεται εξαρχής με τις πρώτες απόπειρες εξήγησης του πατέρα, αλλά προτείνει, αναβάλλοντας προσωρινά την κρίση, να «δεχθούμε με ίση προσοχή ό,τι μπορεί να παρατηρηθεί» (ό.π. σ. 171). Ανατρέχει έτσι στις παρατηρήσεις από την έναρξη του άγχους και την εκδήλωση της φοβίας. Η διαταραχή του Μικρού Hans ξεκινά με σκέψεις «άγχους-στοργής» και στην συνέχεια με ένα όνειρο άγχους ότι θα χάσει την μητέρα και δεν θα μπορεί να κάνει αγκαλιά μαζί της. Έχουν προηγηθεί δύο απόπειρες σαγήνης της μητέρας και είναι αυτή η αυξημένη τρυφερότητα για την μητέρα που μετατρέπεται σε άγχος, που υπόκειται σε απώθηση. «Αυτό το άγχος, γράφει ο Freud (ό.π., σ. 173-174), το οποίο αντιστοιχεί σε μια απωθημένη ερωτική επιθυμία, είναι αρχικά, όπως όλα τα άγχη παιδιών, χωρίς αντικείμενο, είναι ακόμη άγχος και όχι φόβος». Αυτό που είναι εμφανές, από την άλλη πλευρά, είναι ότι ο Ηans «γίνεται ιδιαίτερα αγχώδης το βράδυ, όταν πριν να πάει στο κρεβάτι, η libido, της οποίας το αντικείμενο είναι η μητέρα, και της οποίας ο σκοπός θα μπορούσε να είναι για παράδειγμα να κοιμηθεί με την μητέρα, τον πολιορκεί με αυξημένη ισχύ».
Ο Freud (ό.π., σ. 176) προτρέπει τον πατέρα να πει στο αγόρι ότι «η ιστορία με τα άλογα είναι μια ανοησία, τίποτα περισσότερο. Ότι η αλήθεια είναι πως αγαπάει πολύ την μαμά του και ότι θέλει εκείνη να τον πάρει στο κρεβάτι της. Ότι είναι επειδή το πιπί των αλόγων τον ενδιέφερε πολύ που φοβάται τώρα τα άλογα. Ότι έχει παρατηρήσει πως δεν είναι καλό να ασχολείται τόσο έντονα με το πιπί, και με το δικό του, και πως αυτό είναι καθ’ όλα σωστό». Επιπλέον, προτείνει στον πατέρα να δώσει ορισμένες σεξουαλικές εξηγήσεις στον Hans. Εφόσον από την προϊστορία του Μικρού Hans μπορούσαμε «να υποθέσουμε ότι η libido του ήταν προσδεδεμένη στην ευχή να δει το πιπί της μαμάς του, θα έπρεπε να του αποσπάσει αυτόν τον σκοπό, επισημαίνοντάς του ότι η μαμά του και όλα τα άλλα πλάσματα θηλυκού φύλου – όπως ήταν πράγματι σε θέση να γνωρίζει μέσω της Hanna – δεν κατέχουν σε καμία περίπτωση πιπί». Αυτή η αποσαφήνιση θα έπρεπε να δοθεί σε μια κατάλληλη στιγμή και να συνδεθεί με κάποια ερώτηση ή άλλη παρατήρηση του Hans.
Την πρώτη αποσαφήνιση του πατέρα όσον αφορά την φύση του άγχους, διαδέχεται μια πιο ήπια φάση. Ωστόσο, η φοβία ενισχύεται εκ νέου λίγο αργότερα. Σε αυτό το σημείο, ο πατέρας και ο Hans μοιάζει αμφότεροι να «αποδίδουν στον αυνανισμό τον κύριο ρόλο» στην παθογένεση της διαταραχής, χωρίς εντούτοις να απουσιάζουν οι ενδείξεις υπέρ της σημασίας και άλλων παραγόντων (Freud, ό.π., σ. 178). Ο πατέρας εξηγεί στον Hans ότι η αδελφή του και η μαμά, όπως και όλα τα κορίτσια και οι γυναίκες, δεν έχουν πιπί όπως ο ίδιος. Ο Hans όμως δεν θα δεχθεί αυτήν την εξήγηση του πατέρα. Αντίθετα, θα εξεγερθεί εναντίον της καθώς το αποτέλεσμά της ήταν να «αφυπνίσει το σύμπλεγμα ευνουχισμού». Η παλιά απειλή ευνουχισμού εκ μέρους της μητέρας, η οποία είχε παραμείνει δίχως συνέπειες στην εποχή της, δρα τώρα εκ των υστέρων, με τον Hans να αντιδρά υποστηρίζοντας ότι «όλοι οι άνθρωποι έχουν πιπί» και ότι το πιπί θα μεγαλώσει μαζί του όταν μεγαλώσει κι ο ίδιος, «αφού είναι καλά ριζωμένο» (Freud, ό.π., σ. 181-182).
Στην επίσκεψη που πραγματοποιούν μαζί ο πατέρας και ο Hans λίγο αργότερα στον Freud, o τελευταίος, στηριζόμενος σε ορισμένες οπτικές λεπτομέρειες της φοβίας των αλόγων του Hans (γυαλιά και μουστάκι), θα του δηλώσει ότι «φοβόταν τον πατέρα του ακριβώς επειδή αγαπούσε τόσο την μητέρα του [και] έπρεπε αναγκαστικά να πιστεύει πράγματι πως ο πατέρας του ήταν θυμωμένος μαζί του για τον συγκεκριμένο λόγο, αλλά αυτό δεν ήταν αλήθεια· ναι! ο πατέρας του τον αγαπούσε και μπορούσε να του τα εξομολογηθεί όλα χωρίς φόβο» (ό.π., σ. 188). Μετά από αυτό, αρχίζει να παρατηρείται σταδιακά μια πιο ουσιαστική βελτίωση της κατάστασης. Μιλώντας με τον πατέρα του, ο Hans θα εκφράσει ότι η αγάπη του για τον πατέρα μάχεται ενάντια στην εχθρότητά του προς εκείνον εξαιτίας του ρόλου του ως αντιπάλου σε σχέση με την μητέρα· μια συγκρουσιακή κατάσταση που δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε άγχος. Υπάρχει λοιπόν «άγχος ενώπιον του πατέρα» και «άγχος για τον πατέρα»: το πρώτο απορρέει από την εχθρότητα απέναντι στον πατέρα, ενώ το δεύτερο από την σύγκρουση ανάμεσα στην στοργή και την εχθρότητα (Freud, ό.π., σ. 190).
Σε αυτό το σημείο της ανάλυσης, ο Hans εκφράζει έναν δεύτερο φόβο σε σχέση με τα άλογα: τον φόβο να μην πέσουν ανάποδα προς τα πίσω. Ο εν λόγω φόβος συνδέεται με ένα συμβάν, του οποίου ο Hans είχε υπάρξει μάρτυρας στο πρόσφατο παρελθόν: είδε ένα μεγάλο, βαρύ άλογο να ανατρέπεται και να τινάζει τα πόδια του, δημιουργώντας έτσι αναστάτωση. Ο πατέρας δίνει την ερμηνεία εδώ ότι ο Hans ένιωσε τότε την επιθυμία να πέσει και αυτός, δηλαδή ο πατέρας, και να πεθάνει. Από την άλλη πλευρά, παραλληλίζει αυτήν την αναστάτωση και την κίνηση των ποδιών του αλόγου με τον θυμό του Hans ή ακόμα με την συμπεριφορά του όταν πρέπει να κάνει τις σωματικές του ανάγκες αλλά εκείνος προτιμά να παίξει (Freud, ό.π., σ. 199). Μαθαίνουμε ότι ο Hans είχε πάντοτε προβλήματα δυσκοιλιότητας, με συνέπεια να χρησιμοποιούνται συχνά καθαρτικά για παιδιά και κλύσματα. Οι δυσκολίες αυτές είχαν αποδοθεί ιατρικά σε υπερσιτισμό. Έρχεται έπειτα στην επιφάνεια η επιθυμία του ίδιου να είναι παρών όταν η μητέρα του πηγαίνει στην τουαλέτα για τις φυσικές ανάγκες της, μαζί με την περιέργεια του να δει «με τι μοιάζει το πιπί της Berta και της μαμάς», καθώς και η ευχή του στο Gmunden η Berta να τον βοηθούσε να ουρήσει. Ο πατέρας του προτείνει, χωρίς να περιμένει εδώ επαρκώς κατά τον Freud, την ερμηνεία ότι το άλογο που πέφτει ανάποδα και κάνει φασαρία με τα πόδια του είναι ένα lumpf – ένα περίττωμα στην ορολογία του Hans – που πέφτει κάνοντας θόρυβο (ό.π., σ. 209).
Εκκινώντας από τον φόβο η μητέρα να μην τον αφήσει να πέσει στο νερό την ώρα του μπάνιου, η ανάλυση οδηγεί στην ευχή η μητέρα να αφήσει την μικρή του αδελφή να πέσει (ο Hans επιβεβαιώνει στην συνέχεια ότι θα προτιμούσε η Hanna να μην είχε έρθει στον κόσμο). Σύμφωνα με τον Freud (ό.π., σ. 218), η φοβία του Hans συνδεόταν, όπως θα μπορούσε να προβλεφθεί, με τις «σκέψεις και ευχές που προκλήθηκαν από την γέννηση της μικρής αδελφής». Για την παιδική σεξουαλική θεωρία, ωστόσο, «ένα παιδί είναι ένα “lumpf”»· εξ ου και το πέρασμα αυτό του Hans από το σύμπλεγμα της απέκκρισης. Ο πατέρας συζητά με τον Hans την συμβολική σύνδεση ορισμένων ειδών αμαξών με το κιβώτιο του πελαργού που φέρνει τα παιδιά, δηλαδή, σε τελική ανάλυση, με τις εγκύους και με την μητέρα του. Ο Hans μιλά για τον φόβο του ότι όταν βλέπει μια σταθμευμένη άμαξα σε ένα ορισμένο σημείο, θα πάει να πειράξει τα άλογα και αυτά θα πέσουν ανάποδα και θα κάνουν φασαρία με τα πόδια τους. Ακολουθώντας και συμπληρώνοντας την αναλυτική εξήγηση που διατυπώνει ο πατέρας, ο Freud (ό.π., σ. 226) επισημαίνει την διπλή προέλευση της επιθυμίας του Μικρού Hans να πειράξει τα άλογα: αφενός, «μια σκοτεινή και σαδιστική επιθυμία για την μητέρα» και, αφετέρου, «μια σαφής ώση για εκδίκηση απέναντι στον πατέρα».
Στην τελευταία φάση της, η ανάλυση επικεντρώνεται ολοένα και περισσότερο στο ζήτημα της γέννησης των παιδιών. Ο Hans εκφράζει την εσωτερική αναπαράστασή του για την γέννηση μέσα από μια «λαμπρή συμπτωματική πράξη», όπως την χαρακτηρίζει ο Freud (ό.π., σ. 228), όπου σχίζει μια κούκλα από καουτσούκ εισάγοντας έναν μικρό σουγιά και απομακρύνοντας τα πόδια μέχρι ο σουγιάς να πέσει έξω. Αργότερα, συζητά με τον πατέρα του σχετικά με την επιθυμία του να αποκτήσει κι αυτός ένα παιδί, και συγκεκριμένα ένα κοριτσάκι που θα την λένε επίσης Hanna. Στην λογική ένσταση του πατέρα του ότι δεν μπορεί να αποκτήσει παιδί ένα μικρό αγόρι, αλλά μόνο οι μαμάδες, ο Hans απαντά με την θεωρία ότι «σε ένα αγοράκι έρχεται ένα κοριτσάκι και σε ένα κοριτσάκι ένα αγοράκι». Ο Freud (ό.π., σ. 230) επισημαίνει εδώ ότι «ένα ουσιώδες κομμάτι λείπει φυσικά από το παιδί στην κατανόηση των σεξουαλικών σχέσεων όσο το γυναικείο γενετήσιο όργανο δεν έχει ακόμα ανακαλυφθεί», και η εξήγηση που δίνεται από τους γονείς του στον Hans είναι ότι «τα παιδιά μεγαλώνουν μέσα στην μαμά και, στην συνέχεια, έρχονται στον κόσμο μέσα από πιέσεις σαν ένα “lumpf”, κάτι που προκαλεί μεγάλους πόνους». Λίγο αργότερα, ο Hans απαντά στον πατέρα του ότι όταν ήταν στο γιογιό και ήρθε ένα lumpf, φαντάστηκε ότι απέκτησε ένα παιδί και επίσης ότι η άμαξα είναι σαν ένα κιβώτιο παιδιών και όταν το άλογο έπεσε ανάποδα προς τα πίσω ήταν «όπως όταν αποκτάμε ένα παιδί».
«Όλα τελειώνουν καλά, σημειώνει ο Freud (1909, σ. 238). Ο μικρός Οιδίποδας βρήκε μια περισσότερο ευτυχή λύση από αυτήν που προδιαγράφει το πεπρωμένο. Παραχωρεί στον πατέρα του, αντί να τον εξοντώσει, την ίδια ευτυχία που αξιώνει για τον εαυτό του· του προσδίδει τον τίτλο του παππού και τον παντρεύει και αυτόν με την δική του μητέρα».
Έπειτα από δύο μέρες, ο Hans αφηγείται στον πατέρα του μια τελευταία φαντασίωση, όχι χωρίς σημαντικές αντιστάσεις (Freud, 1909, σ. 239):
Hans: «Ο υδραυλικός ήρθε και μου αφαίρεσε πρώτα τον ποπό με μια πένσα και μετά μου έδωσε έναν άλλο και μετά το ίδιο με το πιπί.»
[…]
Πατέρας: «Σου έδωσε ένα πιο μεγάλο πιπί και έναν πιο μεγάλο ποπό;»
Hans: «Ναι.»
Πατέρας: «Όπως έχει ο μπαμπάς, γιατί θα ήθελες πολύ να είσαι ο μπαμπάς;»
Hans: «Ναι, και θα ήθελα επίσης να έχω ένα μουστάκι όπως εσύ και τρίχες έτσι.» (Όπως στο στήθος του πατέρα).
Ο Freud (1909, σ. 241) συμπεραίνει ότι «με την τελευταία φαντασία του Hans, το άγχος που προήλθε από το σύμπλεγμα ευνουχισμού είχε επίσης ξεπεραστεί, η επώδυνη αναμονή είχε γυρίσει σε κάτι που κάνει ευτυχισμένο. Ναι, ο γιατρός, ο υδραυλικός κλπ., έρχεται, αφαιρεί το πέος, αλλά μόνο για να δώσει ένα μεγαλύτερο ως αντάλλαγμα».
Συμπεράσματα
Ένα σημείο που τονίζεται ιδιαίτερα από τον Freud (1909, σ. 249) στον σχολιασμό του είναι ότι ο Μικρός Hans «δεν γνωρίζει παρά μόνο ένα είδος γενετήσιου οργάνου». Πιο συγκεκριμένα, η περίοδος ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης στην οποία βρίσκεται διακρίνεται ακριβώς από το γενικό χαρακτηριστικό ότι αναγνωρίζει ένα μοναδικό γενετήσιο όργανο. Σε αντίθεση με την κατοπινή περίοδο της ωριμότητας, δεν έχει επέλθει ακόμα η πρωτοκαθεδρία του γενετήσιου, αλλά υπάρχει μια «πρωτοκαθεδρία του φαλλού». Στις σχέσεις του με τον πατέρα και την μητέρα του, ο Hans μοιάζει να επιβεβαιώνει όσα ο Freud είχε επεξεργαστεί στις προηγούμενες μελέτες του3 αναφορικά με τις «σεξουαλικές σχέσεις των παιδιών με τους γονείς» (ό.π., σ. 250). «Είναι πραγματικά ένας μικρός Οιδίποδας, συνεχίζει ο Freud, που θα ήθελε να δει τον πατέρα να “φεύγει”, να τον έχει εξαλείψει για να είναι μόνος με την τόσο όμορφη μητέρα του και να κοιμάται μαζί της». Έτσι, η επιθυμία απομάκρυνσης του πατέρα εξελίχθηκε στην επιθυμία να φύγει μόνιμα, να πεθάνει. Είναι το άγχος ενώπιον του πατέρα, λόγω αυτής της ευχής θανάτου εναντίον του, που αποτέλεσε «το μεγαλύτερο εμπόδιο της ανάλυσης», μέχρι την στιγμή που αντιμετωπίστηκε κατά την προαναφερθείσα συνάντηση με τον Freud. Ωστόσο, «ο Hans αγαπάει επίσης βαθιά τον πατέρα του απέναντι στον οποίο τρέφει αυτές τις ευχές θανάτου» (ό.π., σ. 251). Πρόκειται, λοιπόν, για ένα ζεύγος αντιθέτων. Η γέννηση μιας μικρής αδελφής, όταν ο Hans ήταν 3μισι ετών, συνιστά εντούτοις, όπως είδαμε, το γεγονός με την μεγαλύτερη σημασία για την ψυχοσεξουαλική του ανάπτυξη.
Από ψυχοπαθολογικής άποψης, ο Freud (1909, σ. 254) υποστηρίζει ότι μπορούμε να δούμε στις φοβίες σύνδρομα που είναι δυνατόν να ανήκουν σε ποικίλες νευρώσεις, προτείνοντας για τις φοβίες όπως αυτή του Μικρού Hans την ονομασία «υστερία άγχους». Αυτή η ορολογία δικαιολογείται, σύμφωνα με τον ίδιο, από την τέλεια σύμπνοια που παρατηρείται όσον αφορά τον ψυχικό μηχανισμό, ανάμεσα στις φοβίες αυτές και την υστερία, εξαιρουμένου μόνο ενός σημείου, το οποίο είναι ικανό να τις διακρίνει. Εδώ, η «αποσυνδεδεμένη libido από το παθογόνο υλικό δια της απώθησης πράγματι δεν μετατρέπεται», όπως στην περίπτωση της κλασσικής υστερίας, αλλά «καθίσταται ελεύθερη υπό την μορφή άγχους» (ό.π., σ. 254). Η εν λόγω «“υστερία άγχους” μπορεί να αναμειχθεί σε οποιαδήποτε αναλογία με την “υστερία μετατροπής”». Οι υστερίες άγχους, συμπληρώνει ο Freud (ό.π., σ. 254), δεν είναι μόνο «οι συχνότερες όλων των ψυχονευρωτικών παθήσεων, αλλά είναι προπάντων εκείνες που λαμβάνουν χώρα πρώτες στην ζωή, όντας ακριβώς οι νευρώσεις του καιρού της παιδικής ηλικίας».
Στην υστερία άγχους υπάρχει μια ψυχική εργασία που ακολουθείται εξαρχής «για να συνδεθεί εκ νέου ψυχικά το άγχος που έχει καταστεί ελεύθερο, αλλά η εργασία αυτή δεν μπορεί ούτε να επιφέρει τον αναδρομικό μετασχηματισμό του άγχους σε libido, ούτε να συνδεθεί με τα ίδια συμπλέγματα από τα οποία προέρχεται η libido. Δεν της απομένει πλέον παρά μόνο να λειτουργήσει ως φράγμα σε καθέναν από τους παράγοντες που μπορούν να προκαλέσουν την ανάπτυξη του άγχους, με μια εμπρόσθια ψυχική κατασκευή της φύσης μιας προφύλαξης, μιας αναστολής, μιας απαγόρευσης, και είναι αυτές οι κατασκευές προστασίας που μας εμφανίζονται ως φοβίες και συνιστούν για την δική μας αντίληψη την ουσία της ασθένειας» (Freud, ό.π., σ. 255).
Για να επανέλθουμε στην φοβία του Μικρού Hans, πίσω από το πρώτο άγχος που εκδηλώθηκε –αυτό να μην τον δαγκώσει το άλογο – ανακαλύφθηκε ένα δεύτερο βαθύτερο άγχος – αυτό να μην πέσουν τα άλογα ανάποδα. Και τα δύο αυτά άλογα, αυτό που δαγκώνει όπως και αυτό που πέφτει, αντιστοιχούν στον πατέρα, ο οποίος θα τον «τιμωρήσει γιατί τρέφει πολύ κακές ευχές απέναντί του». Στην συνέχεια, μέσα από το πέρασμα στο θέμα του lumpf, και αμέσως μετά σε αυτό της μικρής αδελφής, αναδύεται μια ακόμη σημασία: «το άλογο που πέφτει δεν ήταν […] μόνο ο πατέρας που πεθαίνει, αλλά επίσης η μητέρα στη γέννα» (Freud, 1909, σ. 265). Όπως υπογραμμίζει ο Freud (ό.π., σ. 270), «το γεγονός ότι έπρεπε πλέον να μισεί ως ανταγωνιστή αυτόν τον ίδιο πατέρα που αγαπούσε ανέκαθεν και έπρεπε να συνεχίσει να αγαπά, το γεγονός ότι ήταν για εκείνον ένα πρότυπο, ο πρώτος του σύντροφος στο παιχνίδι και επίσης αυτός που τον είχε φροντίσει στα πρώτα του χρόνια, αυτό είχε ως αποτέλεσμα την πρώτη σύγκρουση συναισθήματος, αρχικά αδύνατη να επιλυθεί. Δεδομένου του τρόπου με τον οποίο είχε αναπτυχθεί η φύση του Hans, η αγάπη έπρεπε αναγκαστικά να διατηρήσει για την ώρα την υπεροχή και να καταστείλει το μίσος, χωρίς να μπορεί να το καταργήσει, γιατί αυτό τροφοδοτούνταν εκ νέου πάντα από την αγάπη για την μητέρα».
Ο πατέρας δεν ήξερε μόνο από που έρχονταν τα παιδιά, αλλά έθετε επίσης την συγκεκριμένη γνώση σε εφαρμογή, κάτι που ο Hans δεν μπορούσε παρά να διαισθανθεί με έναν σκοτεινό, ασαφή τρόπο. Το πιπί, «η διέγερση του οποίου συνόδευε όλες αυτές τις σκέψεις», «θα έπρεπε αναγκαστικά να έχει κάποια σχέση». Θα έπρεπε να πρόκειται για μια «δραστηριότητα βίας που ασκούνταν πάνω στη μητέρα· θραύση, δημιουργία μιας οπής, διείσδυση σε έναν κλειστό χώρο» (Freud, 1909, σ. 270). Ο Hans δεν μπορούσε ωστόσο να λύσει το αίνιγμα, καθότι στο επίπεδο της γνώσης του δεν υπήρχε κάτι παρόμοιο με αυτό που το πιπί είχε ανάγκη. Επιπλέον, «η πεποίθηση ότι η μαμά του κατείχε ένα πιπί σαν το δικό του αποτελούσε εμπόδιο στην λύση». Η απόπειρα λύσης, προκειμένου να γνωρίζει τι θα έπρεπε να κάνει με την μαμά ώστε αυτή να έχει παιδιά, βυθίστηκε στο ασυνείδητο, και τα δύο είδη ενεργητικών παρορμήσεων, η εχθρική παρόρμηση απέναντι στον πατέρα, όπως και η τρυφερή και σαδιστική παρόρμηση προς την μητέρα, έμειναν χωρίς εφαρμογή· η μία λόγω της αγάπης που ήταν παρούσα δίπλα στο μίσος, η άλλη εξαιτίας της σύγχυσης που προερχόταν από τις παιδικές σεξουαλικές θεωρίες» (ό.π, σ. 270).
«Στην εκπαίδευση των παιδιών, επισημαίνει οξυδερκώς ο Freud (1909, σ. 277), περισσότερο από αλλού, δεν θέλουμε τίποτε άλλο από το να αφεθούμε εν ειρήνη, να μην γνωρίσουμε καμία δυσκολία, εν ολίγοις να εκπαιδεύσουμε ένα πολύ φρόνιμο παιδί, και να είμαστε ελάχιστα προσεκτικοί στο ερώτημα αν αυτή η πορεία ανάπτυξης είναι επίσης ωφέλιμη για το παιδί».
Και συνεχίζει (ό.π., σ. 277):
«Θα μπορούσα λοιπόν να σκεφτώ ότι υπήρξε σωτήριο για τον Hans μας να έχει δημιουργήσει αυτήν την φοβία, γιατί προσανατόλισε την προσοχή των γονιών στις αναπόφευκτες δυσκολίες που πάντα επιφυλάσσει στο παιδί, μέσα στην πολιτισμική εκπαίδευση, η υπέρβαση των εγγενών ενορμητικών συνιστωσών, και γιατί αυτή η διαταραχή του είχε ως αποτέλεσμα την βοήθεια του πατέρα. Ίσως έχει τώρα, συγκριτικά με άλλα παιδιά, το πλεονέκτημα να μην φέρει πια εντός του αυτόν τον σπόρο απωθημένων συμπλεγμάτων, που για την μετέπειτα ζωή πρέπει κάθε φορά που είναι εκεί να σημαίνει αναγκαστικά κάτι και που συνεπάγεται σίγουρα μια δυσμορφία του χαρακτήρα σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, αν δεν είναι η προδιάθεση για μια κατοπινή νεύρωση».
Βιβλιογραφία
André, J. (2008). Préface. In S. Freud, Cinq Psychanalyses. Paris: PUF, 2014, pp. 147-156.
Bergeret, J. (1987). Le Petit Hans et la réalité ou Freud face à son passé. Paris: Payot.
Freud, S. (1900). The Interpretation of Dreams. SE 4:ix-627.
Freud, S. (1905). Three Essays on the Theory of Sexuality. SE 7:123-246.
Freud, S. (1908). On the Sexual Theories of Children. SE 9:205-226.
Freud, S. (1909). Analysis of a Phobia in a Five-Year-Old Boy. SE 10:1-150· Analyse d’une phobie chez un petit garçon de 5 ans (Le Petit Hans). In Cinq Psychanalyses. Paris: PUF, pp. 143-282.
Laplanche, J. (1980). Problématiques II: Castration et symbolisations. Paris: PUF.
Σημειώσεις
1Μολονότι με τα σημερινά δεδομένα η χρήση του όρου «ανάλυση» θα ήταν βέβαια συζητήσιμη από αρκετές απόψεις.
2Πρόκειται για την δεκατριάχρονη κόρη του ιδιοκτήτη στην αυστριακή πόλη Gmunden όπου είχε περάσει το καλοκαίρι, παίζοντας με τα παιδιά εκεί.
3Ιδιαίτερα στην Ερμηνεία του ονείρου (Freud, 1900) και στα Τρία δοκίμια για την σεξουαλική θεωρία (Freud, 1905).