«Πένθος και μελαγχολία» μια προσπάθεια παρουσίασης και συζήτησης του φροϋδικού κειμένου


Εισήγηση στο πλαίσιο του Σεμιναρίου Προβολικών Δοκιμασιών του ΙΨΥΠΕ «Π. Σακελλαρόπουλος», Ιανουάριος 2021

Εισαγωγή

Μείζονα φροϋδική συνεισφορά στην ψυχοπαθολογία, το «Πένθος και μελαγχολία», κείμενο γραμμένο το 1915 και δημοσιευμένο το 1917, κατέχει μια κεντρική θέση στο έργο του ιδρυτή της ψυχανάλυσης, αποτελώντας την μία από τις πέντε μελέτες που συγκεντρώθηκαν τελικά υπό τον γενικό τίτλο «Μεταψυχολογία». Η μεταψυχολογία, κατ’ αναλογία με τη μετα-φυσική, είναι ένας όρος που δημιουργήθηκε από τον ίδιο τον Freud προκειμένου να περιγραφεί η πιο θεωρητική διάσταση της ψυχανάλυσης, δηλαδή όλα τα στοιχεία εκείνα που συγκροτούν ένα αφηρημένο σύνολο εννοιών, το οποίο βρίσκεται λιγότερο ή περισσότερο απομακρυσμένο από την άμεση εμπειρία (όπως η θεωρία των ενορμήσεων, η επινόηση ενός ψυχικού οργάνου απαρτιζόμενου από διαφορετικά συστήματα ή θεσμούς κλπ.) (Laplanche & Pontalis, 1967). Στην μεταψυχολογική προσέγγιση συμπεριλαμβάνουμε συνήθως τις τρεις βασικές οπτικές των ψυχικών φαινομένων – την τοπική, την δυναμική και την οικονομική οπτική – σε συνδυασμό επίσης πολλές φορές με την γενετική οπτική.

Όπως έχουν επισημάνει πολυάριθμοι σχολιαστές του έργου του Freud, μια από τις βασικότερες ιδιαιτερότητες του κειμένου «Πένθος και μελαγχολία» ίσως να είναι ότι εισάγει ή επανεισάγει στην φροϋδική θεώρηση τον ρόλο και τη σημασία του αντικειμένου. Η ύπαρξη και η θεμελιώδης συνεισφορά του αντικειμένου λαμβάνεται σε πολλά κείμενα του Freud ως δεδομένη, κάτι που, αν και εξυπηρετεί εν προκειμένω την σταθερά επιδιωκόμενη έμφαση του Freud στην ενδοψυχική λειτουργία, δεν μπορεί να θεωρηθεί καθόλου δεδομένο στην κλινική πραγματικότητα. Οι μικρότερες ή μεγαλύτερες στρεβλώσεις και ασυνέπειες στη σχέση με το αντικείμενο αποδεικνύονται μάλιστα ένας καθοριστικός παράγοντας των μη-νευρωτικών παθολογιών, χωρίς βέβαια να απουσιάζουν και από την ίδια την νεύρωση σε έναν βαθμό. Η συγκεκριμένη εργασία του Freud παραμένει μέχρι σήμερα κλασσική και μελετάται ακόμα εκτενώς διότι μας παρέχει, πάνω απ’ όλα, ένα πολύ γόνιμο μοντέλο για την κατανόηση του ευρύτερου πεδίου των καταθλιπτικών διεργασιών.

Το φροϋδικό κείμενο

Το φροϋδικό κείμενο προβαίνει σε μια λεπτομερή σύγκριση ανάμεσα στην παθολογική κατάσταση της μελαγχολίας, από την μία πλευρά, και στην φυσιολογική εμπειρία του πένθους, από την άλλη. Ας παρατηρήσουμε ότι η «μελαγχολία» για την οποία γίνεται λόγος στο κείμενο ενδέχεται να παρουσιαστεί υπό διάφορες κλινικές μορφές. Σίγουρα, ο Freud, αναφερόμενος στην έννοια της μελαγχολίας, έχει εν πολλοίς κατά νου την μελαγχολία για την οποία μιλά η περιγραφική ψυχιατρική της εποχής, δηλαδή μια κατάθλιψη βαριάς μορφής, ενδογενή ή ψυχογενή, η οποία εκτείνεται τις περισσότερες φορές μέχρι το πεδίο της ψύχωσης. Σήμερα θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μελαγχολική ψύχωση, δηλαδή για μια σοβαρή κατάθλιψη με υποκείμενους ψυχωτικούς μηχανισμούς, σχετικά με αυτή την ακραία εκδοχή της μελαγχολικής κατάθλιψης. Αντιστικτικά, η δεύτερη κλινική αναφορά που έρχεται στο φροϋδικό κείμενο είναι η «νευρωτική-ψυχαναγκαστική κατάθλιψη», η οποία σκιαγραφείται σαν μια μορφή κατάθλιψης που παρουσιάζει μερικά κοινά στοιχεία με την μελαγχολία, χωρίς όμως να αγγίζει τον βαθμό ναρκισσιστικής παλινδρόμησης που χαρακτηρίζει την τελευταία. Ανάμεσα στις δύο αυτές εκδοχές της κατάθλιψης – σχηματικά την ψυχωτική και την νευρωτική – που συνιστούν δύο αντίθετους πόλους, δύο άκρα, τοποθετείται στην πραγματικότητα ένα ολόκληρο φάσμα καταθλιπτικών διαταραχών, τις οποίες η μελέτη του Freud μπορεί να μας βοηθήσει να σκεφτούμε καλύτερα.

Αρχικά, ο Freud, αντιπαραβάλλοντας τους εκλυτικούς παράγοντες του πένθους και της μελαγχολίας, διαπιστώνει ότι οι περιστάσεις, τα γεγονότα ζωής που πυροδοτούν τις δύο αυτές διαφορετικές καταστάσεις φαίνεται να συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό. Το πένθος είναι συνήθως, σημειώνει, η αντίδραση στην απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου ή μιας αφηρημένης έννοιας που βρίσκεται στην θέση του, όπως η πατρίδα, η ελευθερία, εν γένει κάποιο ιδανικό.

Σύντομη παρένθεση σχετικά με την φυσιολογικότητα της εμπειρίας του πένθους: το πένθος αντιστοιχεί σε μια θεμελιώδη ανθρώπινη εμπειρία και, παρόλο που αποκλίνει αισθητά από την κανονική συμπεριφορά, ποτέ δεν το αντιλαμβανόμαστε σαν κάτι παθολογικό που θα έχρηζε θεραπείας. Υπολογίζουμε ότι θα ξεπεραστεί από μόνο του έπειτα από ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και κρίνουμε μάλιστα ότι θα ήταν άστοχο, ακόμα και επιζήμιο, να διαταράξουμε ή να παρεμποδίσουμε την πορεία του. Παρόλα αυτά, η σύγχρονη κοινωνία, όπως γνωρίζουμε, εμφανίζεται ιδιαίτερα εύθραυστη στην απώλεια και τείνει, ως εκ τούτου, να βλέπει το πένθος πολύ πιο εύκολα ως κάτι παθολογικό, που θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί με ταχείες διαδικασίες, ενδεχομένως ακόμα και φαρμακολογικά. Από τα τρία χρόνια που ήταν η εθιμοτυπική περίοδος πένθους σε αρκετούς πολιτισμούς πριν την νεωτερικότητα, τώρα θα βρισκόμασταν πλέον σχεδόν στους τρεις μήνες… κάτι που μπορεί φυσικά να θεωρηθεί καταχρηστικό.

Η μελαγχολία, από την άλλη πλευρά, συνιστά επίσης, πολύ συχνά αλλά όχι πάντα, μια αντίδραση στην απώλεια ενός αγαπημένου αντικειμένου. Άλλες φορές, εντούτοις, πρόκειται περισσότερο για μια απώλεια ηθικής φύσης. Αν και το αντικείμενο έχει χαθεί για τον ασθενή, δεν υπάρχει ωστόσο μια πραγματική απώλεια, δηλαδή θάνατος, του αντικειμένου αυτού. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι εύκολο να αναγνωρίσει κανείς ξεκάθαρα τι έχει χαθεί και ο ασθενής μοιάζει να μην μπορεί να αδράξει συνειδητά τι είναι αυτό που έχασε. Μπορεί έτσι να γνωρίζει ποιον έχασε, όπως παρατηρεί ο Freud, αλλά όχι τι έχασε σε αυτό το πρόσωπο. Πρόκειται λοιπόν, συνολικά, για μια απώλεια που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο διαφεύγει από την συνείδηση, σε αντίθεση με το πένθος όπου η απώλεια δεν θα είχε τίποτα το ασυνείδητο. (Γνωρίζουμε βέβαια ότι και το πένθος περιλαμβάνει ποικίλες ασυνείδητες πτυχές, αλλά θα μπορούσε να λεχθεί ότι τα πράγματα είναι πιο σαφή). Ο Freud αναρωτιέται χαρακτηριστικά, ακόμη, στην συνέχεια του κειμένου, αν μια «απώλεια του εγώ», όπως την χαρακτηρίζει, δηλαδή μια αμιγώς ναρκισσιστική απώλεια χωρίς να εμπλέκεται καθόλου το αντικείμενο, θα επαρκούσε για την εμφάνιση της μελαγχολίας.

Πώς παρουσιάζεται όμως κλινικά η μελαγχολία; Η μελαγχολία διακρίνεται από: ιδιαίτερα επίπονο καταθλιπτικό συναίσθημα, αναστολή του ενδιαφέροντος για τον εξωτερικό κόσμο, απώλεια της δυνατότητας του υποκειμένου να αγαπά, διακοπή κάθε δραστηριότητας και σφοδρή μείωση του αισθήματος της αυτοεκτίμησης, η οποία εκδηλώνεται ως αυτομομφή και είναι δυνατόν να φτάσει μέχρι μια παραληρητική αναμονή της τιμωρίας. Το πένθος παρουσιάζει συνολικά τα ίδια περιγραφικά χαρακτηριστικά εκτός από ένα: την διαταραχή της αυτοεκτίμησης! Σε περιπτώσεις σοβαρού πένθους υπάρχει λοιπόν έντονη ψυχική οδύνη, απώλεια του ενδιαφέροντος για τον εξωτερικό κόσμο (στον βαθμό που δεν θυμίζει τον εκλείποντα), απώλεια της δυνατότητας να επιλεγεί κάποιο καινούριο αντικείμενο επένδυσης (όσο διαρκεί το πένθος), εγκατάλειψη κάθε δραστηριότητας που δεν συνδέεται με την ανάμνηση του νεκρού. Αυτή η αναστολή και ο περιορισμός του εγώ οφείλονται στο γεγονός ότι το άτομο επικεντρώνεται αποκλειστικά στην διαδικασία του πένθους – την οποία ονομάζουμε συνήθως, ακολουθώντας τον Freud, «εργασία του πένθους» – με συνέπεια να μην διαθέτει κάποιο υπόλοιπο ψυχικής ενέργειας για άλλα σχέδια ή ενδιαφέροντα.

Τα διαφορετικά στάδια και συνιστώσες της εργασίας του πένθους μπορούν να περιγραφούν συνοπτικά ως εξής: Πρώτα απ’ όλα, η δοκιμασία της πραγματικότητας καταδεικνύει ότι το αγαπημένο αντικείμενο δεν υπάρχει πλέον και, κατά συνέπεια, επιβάλλεται η απόσυρση της λιβιδινικής ενέργειας επένδυσης από τους δεσμούς που την κρατούν συνδεδεμένη με αυτό το – χαμένο πλέον – αντικείμενο. Σε μια αρχική φάση, το εγώ ενδέχεται να εξεγερθεί ενάντια στην όλη κατάσταση, ακόμα και ενάντια στην πραγματικότητα της απώλειας του αντικειμένου (πχ. καταφεύγοντας σε ένα ψυχωτικό επεισόδιο), αλλά γενικά η απώλεια γίνεται σεβαστή. Η παραπάνω διαδικασία πραγματοποιείται λεπτομερώς απαιτώντας μεγάλη δαπάνη χρόνου και ψυχικής ενέργειας και, κατά τη διάρκειά της, όπως σημειώνει ο Freud, «η ύπαρξη του χαμένου αντικειμένου συνεχίζεται ψυχικά». Η απόσυρση της λιβιδινικής επένδυσης από το αντικείμενο, δηλαδή ο ψυχικός αποχωρισμός με το αντικείμενο που συντελείται κατά την εργασία του πένθους, είναι ιδιαίτερα αργή και σταδιακή. «Καθεμία από τις αναμνήσεις, καθεμία από τις ελπίδες με τις οποίες η libido ήταν συνδεδεμένη με το αντικείμενο» υπερεπενδύεται και η αποσύνδεση της libido από το αντικείμενο πραγματοποιείται. Το εγώ απορροφάται πλήρως στην εργασία αυτή και, αφού την ολοκληρώσει, «καθίσταται εκ νέου ελεύθερο και χωρίς αναστολές».

Στην περίπτωση της μελαγχολίας όμως τα πράγματα εμφανίζονται διαφορετικά στο μέτρο που παρατηρείται, όπως είδαμε, μια σφοδρή μείωση της αυτοεκτίμησης, μια τεράστια φτώχυνση του εγώ. Ο Freud γράφει ότι «στο πένθος ο κόσμος έχει γίνει φτωχός και άδειος, στη μελαγχολία το ίδιο το εγώ» και προσθέτει ότι «το μελαγχολικό σύμπλεγμα συμπεριφέρεται σαν μια ανοιχτή πληγή έλκοντας προς το μέρος του ενέργειες επένδυσης από όλες τις πλευρές […] και αδειάζοντας το εγώ μέχρι να το φτωχύνει πλήρως». Βλέπουμε έτσι τον ασθενή να ασκεί διαρκή οξεία κριτική στον εαυτό του, να τον υποτιμά συνέχεια, να τον ταπεινώνει και να τον αντιμετωπίζει ως ανάξιο, χωρίς να υπάρχει κάποια αντιστοιχία ανάμεσα στην ένταση της αυτομομφής και την πραγματική της αιτιολόγηση. Πέραν αυτού του «παραληρήματος μικρότητας», που αφορά κυρίως το ηθικό επίπεδο, η κλινική εικόνα της μελαγχολίας συμπληρώνεται από την αϋπνία, την άρνηση διατροφής και μια συνολική πτώση του ζωτικού τόνου, δηλαδή των ενορμήσεων της ζωής. Ένα στοιχείο που λείπει όμως εδώ, συγκριτικά με άλλες διαμορφώσεις, είναι η ντροπή μπροστά στους άλλους, η οποία συναντάται φυσιολογικά σε περιπτώσεις ενοχής. Αντίθετα, ο μελαγχολικός ασθενής, έχοντας χάσει κάθε έννοια αυτοσεβασμού, μοιάζει να αντλεί ευχαρίστηση να εκτίθεται «γυμνός» ψυχικά μπροστά στους άλλους. Συμπεραίνουμε εύκολα λοιπόν ότι ο μελαγχολικός έχει υποστεί τελικά μια απώλεια σχετικά με το εγώ του – σε αντίθεση με το πένθος όπου το άτομο υφίσταται, όπως είδαμε, μια απώλεια που σχετίζεται με ένα αντικείμενο.

Εξετάζοντας τα πράγματα από την τοπική άποψη, αυτή η ηθική απέχθεια του υποκειμένου προς τον ίδιο του τον εαυτό παραπέμπει σε μια εσωτερική σύγκρουση όπου ένα μέρος του εγώ αντιτίθεται σθεναρά σε ένα άλλο. Ο Freud στο συγκεκριμένο κείμενο χρησιμοποιεί τους όρους «ηθική συνείδηση» και «κριτική του εγώ» για αυτόν τον ψυχικό θεσμό που, μερικά χρόνια αργότερα, με την εισαγωγή της δεύτερης τοπικής, θα γίνει το Υπερεγώ. Έτσι, το 1923 στο «Εγώ και το Αυτό», ο Freud θα γράψει ότι στο υπερεγώ του μελαγχολικού «βασιλεύει μια καθαρή κουλτούρα της ενόρμησης θανάτου». Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα ιδιαίτερα σκληρό, σαδιστικό, τυραννικό υπερεγώ (το οποίο μπορεί να διακριθεί από τις πιο απαρτιωμένες μορφές του μετα-οιδιποδειακού υπερεγώ που συναντάμε στις νευρωτικές παθολογίες). Παρόλα αυτά, τα παράπονα του μελαγχολικού μοιάζει να μην εφαρμόζονται τόσο καλά στον ίδιο του τον εαυτό, αλλά μπορούν να εφαρμοστούν συνήθως καλύτερα, με μικρές τροποποιήσεις, σε κάποιο άλλο πρόσωπο το οποίο ο ασθενής αγαπά, είχε αγαπήσει ή έπρεπε να αγαπά: «οι αυτομομφές, καταλήγει ο Freud, είναι μορφές ενάντια σε ένα αντικείμενο αγάπης που επαναστρέφονται από αυτό πάνω στο ίδιο το εγώ». Εξ ου λοιπόν και η έλλειψη ντροπής των ασθενών να ψέγουν δημοσίως τον εαυτό τους…

Πώς θα μπορούσε να κατανοηθεί η ψυχική διεργασία η οποία υποβαστάζει την μελαγχολία; Ο Freud προτείνει την εξής ανάλυση της μελαγχολικής διεργασίας: Αρχικά, υπήρχε μια επιλογή αντικειμένου, μια λιβιδινική επένδυση σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Υπό την επιρροή μιας πραγματικής βλάβης, μιας ταπείνωσης ή μιας απογοήτευσης εκ μέρους αυτού του αγαπημένου προσώπου, η σχέση αυτή διαταράχθηκε. Αντί όμως η libido που είχε επενδυθεί σε αυτό το αντικείμενο να αποσυρθεί και στη συνέχεια να μετατεθεί σε ένα νέο αντικείμενο, οδηγούμαστε σε ένα διαφορετικό αποτέλεσμα. H επένδυση του αντικειμένου αποδεικνύεται μη ανθεκτική, αλλά η libido που απελευθερώνεται δεν χρησιμοποιείται για να επενδυθεί κάποιο άλλο αντικείμενο. Επανέρχεται στο εγώ και χρησιμοποιείται, αντίθετα, για να εγκαθιδρυθεί μια ταύτιση του εγώ με το αντικείμενο που εγκαταλείφθηκε. Ας διευκρινίσουμε ότι κατά βάθος το αντικείμενο δεν εγκαταλείπεται ενδοψυχικά, όπως θα δούμε, ακριβώς διότι δεν μπορεί να πενθηθεί. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, «η σκιά του αντικειμένου πέφτει πάνω στο εγώ», όπως το θέτει ο Freud, το οποίο και κρίνεται (από το υπερεγώ) όπως το εγκαταλελειμμένο αντικείμενο. «Η απώλεια του αντικειμένου μετασχηματίζεται σε μια απώλεια του εγώ και η σύγκρουση ανάμεσα στο εγώ και το αγαπημένο πρόσωπο σε ένα σχίσμα ανάμεσα στην κριτική του εγώ και το εγώ που έχει τροποποιηθεί μέσω ταύτισης», επεξηγεί ο συγγραφέας.

Αν η μελαγχολία μοιράζεται, όπως προαναφέρθηκε, ορισμένα κοινά στοιχεία με το πένθος – και ιδιαίτερα το γεγονός ότι η έναρξή της συμπίπτει συνήθως με μια απώλεια αντικειμένου – το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι αν υπάρχει κάποια προδιάθεση για την μελαγχολία ή κάποιοι παράγοντες οι οποίοι, προστιθέμενοι στο πένθος, θα μπορούσαν να μετατρέψουν ένα ενδεχόμενο φυσιολογικό πένθος σε μια μελαγχολική κατάθλιψη. Ο Freud επισημαίνει εδώ την αναγκαία ύπαρξη των ακόλουθων προϋποθέσεων για την ανάπτυξη μιας μελαγχολικής διεργασίας:

α. Μια ισχυρή καθήλωση στο αντικείμενο αγάπης αλλά, ταυτόχρονα, η επένδυση του αντικειμένου να μην είναι ιδιαίτερα ανθεκτική. Κατά συνέπεια, η επιλογή του αντικειμένου θα πρέπει να έχει πραγματοποιηθεί σε μια ναρκισσιστική βάση. Με άλλα λόγια, μια πρώτη αναγκαία συνθήκη για την μελαγχολία είναι η επικράτηση του ναρκισσιστικού τύπου επιλογής αντικειμένου. Λίγο νωρίτερα, στην «Εισαγωγή στον Ναρκισσισμό» του 1914, ο Freud έχει προτείνει μια μεγάλη διάκριση ανάμεσα στην επιλογή αντικειμένου τύπου έρεισης και την επιλογή αντικειμένου ναρκισσιστικού τύπου. Στην πρώτη, το αντικείμενο αγάπης επιλέγεται με βάση το πρότυπο αυτού που φροντίζει το παιδί (πχ. η μητέρα που θρέφει, ο πατέρας που προστατεύει), ενώ στη δεύτερη το μοντέλο δεν είναι ο γονέας αλλά ο ίδιος ο εαυτός («αυτό που είμαστε, αυτό που έχουμε υπάρξει, αυτό που θα θέλαμε να είμαστε, το άτομο που υπήρξε μέρος του εαυτού μας»). Δεν πρόκειται τόσο για δύο αντίθετους αλληλοαποκλειόμενους πόλους. Και οι δύο αυτοί δρόμοι είναι ανοιχτοί για το υποκείμενο που μπορεί να έχει μεγαλύτερη τάση για τον ένα ή τον άλλο.

β. Η δεύτερη συνθήκη είναι η παλινδρόμηση από την επένδυση του αντικειμένου στην ναρκισσιστική ταύτιση μαζί του. Αυτή η ναρκισσιστική ταύτιση είναι που υποκαθιστά την σχέση με το αντικείμενο. Σε αντίθεση με την υστερική ή δευτερογενή ταύτιση, η ναρκισσιστική ταύτιση είναι ιδιαίτερα πρώιμη. Τοποθετείται στο πρωταρχικό επίπεδο της στοματικής φάσης όπου η διαφοροποίηση ανάμεσα στον εαυτό και στο αντικείμενο, ανάμεσα στο εγώ και το μη-εγώ, δεν έχει εγκατασταθεί επαρκώς και παραπέμπει κυρίως σε ψυχωτικές παθολογίες, όπως η σχιζοφρένεια, σε αντίθεση με τις νευρώσεις. Η μελαγχολία υποβαστάζεται επομένως από μια ναρκισσιστική παλινδρόμηση στο στοματικό στάδιο της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης.

γ. Η τελευταία προϋπόθεση που εντοπίζει ο Freud είναι η αμφιθυμία των σχέσεων αγάπης, δηλαδή η σύγκρουση της αγάπης και του μίσους στη σχέση με το αντικείμενο. Αμφιθυμικές συγκρούσεις είναι επίσης παρούσες, σύμφωνα με τον Freud, στις νευρωτικές καταθλίψεις, ιδιαίτερα της προαναφερθείσας ψυχαναγκαστικής μορφής, όπου ύστερα από την απώλεια ενός αγαπημένου αντικειμένου μπορεί να υπάρχει ομοίως σκληρή κριτική εκ μέρους του υπερεγώ μεταφραζόμενη σε αυτομομφές (πχ. το άτομο κατηγορεί τον εαυτό του, αισθανόμενο υπεύθυνο για την απώλεια αυτή). Όμως, η διαφορά με τη μελαγχολία έγκειται στο γεγονός ότι στις «νευρωτικές-ψυχαναγκαστικές καταθλίψεις», όπως τις χαρακτηρίζει ο συγγραφέας, δεν λαμβάνει χώρα η απόσυρση της libido στο εγώ και η συνακόλουθη ναρκισσιστική παλινδρόμηση που παρατηρείται στο πλαίσιο της μελαγχολίας. Η αμφιθυμία αυτή ενδέχεται να είναι λιγότερο ή περισσότερο ιδιοσυγκρασιακή (πχ. ένταση της επιθετικότητας) ή να συνδέεται με βιωμένες εμπειρίες με το εν λόγω αντικείμενο.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι σαδιστικές τάσεις και το μίσος που απευθύνονταν αρχικά στο χαμένο αντικείμενο επαναστρέφονται προς τον ίδιο τον εαυτό. Αυτός ο σαδισμός που στρέφεται στο εγώ, το οποίο έχει πάρει πλέον τη θέση του αντικειμένου, μπορεί να εξηγήσει σε μεγάλο βαθμό και την τάση προς την αυτοκτονία που διακρίνει την μελαγχολία (η οποία συνιστά την πιο θανάσιμη ψυχιατρική παθολογία διαχρονικά). Βάσει αυτού του ερμηνευτικού σχήματος, η αυτοκτονική παρόρμηση του μελαγχολικού μπορεί να κατανοηθεί ως το αποτέλεσμα μιας φονικής επιθυμίας που απευθύνεται κατά βάση στον άλλο. Το αντικείμενο μπορεί λοιπόν να καταργήθηκε φαινομενικά, αλλά αποδείχθηκε ωστόσο πιο ισχυρό από το εγώ. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η σύγκριση που κάνει εδώ ο Freud ανάμεσα στην κατάσταση του ακραίου ερωτικού πάθους και την αυτοκτονία, όπου και στις δύο περιπτώσεις, όπως παρατηρεί, «το εγώ συνθλίβεται από το αντικείμενο», αν και με πολύ διαφορετικούς τρόπους.

Η μανία αποτελεί μια εντελώς διαφορετική έκβαση της μελαγχολικής διεργασίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις λαμβάνει χώρα μια αντιστροφή των συμπτωμάτων της μελαγχολίας στην αντιδιαμετρική κατάσταση που συνιστά η μανία. Η μελαγχολία και η μανία βρίσκονται στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους με ποικίλους τρόπους. Στο φροϋδικό κείμενο συναντάμε την έννοια της «κυκλικής τρέλας». Στην παραδοσιακή ψυχιατρική νοσογραφία μιλάμε κυρίως για μανιοκαταθλιπτική ψύχωση, ενώ τις τελευταίες δεκαετίες έχει διαδοθεί ιδιαίτερα η χρήση της έννοιας των διπολικών διαταραχών. Παρά τις αποκλίσεις στην ορολογία και κυρίως στην ψυχοπαθολογική προσέγγιση, οι παραπάνω οντότητες παραπέμπουν σε μεγάλο βαθμό σε μια κοινή προβληματική.

Σύμφωνα με τον Freud, «η μανία δεν έχει άλλο περιεχόμενο από την μελαγχολία, οι δύο παθήσεις μάχονται ενάντια στο ίδιο “σύμπλεγμα” στο οποίο είναι πιθανόν το εγώ να έχει υποκύψει στην μελαγχολία ενώ στην μανία να το έχει κυριεύσει ή παραμερίσει». Με άλλα λόγια, στη μανία το εγώ μοιάζει να έχει υπερβεί την απώλεια του αντικειμένου (χωρίς ωστόσο αυτό να συνεπάγεται ότι την έχει επεξεργαστεί ψυχικά). Φυσιολογικό πρότυπο της μανίας είναι όλες οι καταστάσεις χαράς, ευφορίας και θριάμβου. Από οικονομική σκοπιά, οι εν λόγω καταστάσεις διακρίνονται από την απελευθέρωση και διαθεσιμότητα μιας μεγάλης ποσότητας ψυχικής ενέργειας, η δαπάνη της οποίας, μετά από καιρό, καθίσταται πλέον μη αναγκαία (πχ. μια επαγγελματική ή προσωπική προσπάθεια στέφεται με επιτυχία, μια επιβαρυντική υποχρέωση τερματίζεται…). Στον αντίποδα της μελαγχολίας με την βαθιά καταθλιπτική οδύνη και αναστολή που την χαρακτηρίζει, στην περίπτωση της μανίας σημειώνεται έξαρση της διάθεσης, άρση των αναστολών και διαρκής δράση που φθάνουν μέχρι το αίσθημα της παντοδυναμίας. (Όπως θα το διατυπώσει αργότερα ο Freud (1921), στο κείμενο για την «Ψυχολογία των μαζών και ανάλυση του εγώ», στη μανία το εγώ φαίνεται να συμπίπτει με το ιδεώδες του, δηλαδή, με το ιδεώδες του εγώ). Με δυο λόγια, η μανία εκφράζει έναν θρίαμβο του εγώ πάνω στην απώλεια, η αμυντική φύση του οποίου, όμως, είναι συχνά προφανής.

Μια τελευταία γενικότερη παρατήρηση με αφορμή την κατάσταση της μανίας: Χωρίς να φθάσουμε στην ακραία παθολογική εκδοχή της μανίας, είναι δυνατόν να σκεφθούμε τις λεγόμενες «μανιακές άμυνες» (βλ. εργασίες M. Klein, D.W. Winnicott), οι οποίες παρατηρούνται σε ένα ευρύ φάσμα καταστάσεων, ερχόμενες να διαψεύσουν τον συναισθηματικό αντίκτυπο μιας απώλειας ή ενός τραύματος. Παραδείγματος χάριν, ένα πρόσωπο μπροστά σε μια οδυνηρή εμπειρία, μια ήττα, ένα ατύχημα, μια ασθένεια ξεσπά σε γέλια, καταφεύγει σε λογοπαίγνια και/ή αισθάνεται παραδόξως ιδιαίτερα χαρούμενο. Στις προβολικές δοκιμασίες, και συγκεκριμένα στο ΤΑΤ, οι μηχανισμοί αυτού του τύπου βαθμολογούνται στη σειρά των αντικαταθλιπτικών διεργασιών· όρος που παρουσιάζει το πλεονέκτημα να μην είναι τόσο άμεσα συνδεδεμένος με την μανιακή παθολογία (κάποιες φορές χρησιμοποιείται επίσης αντίστοιχα η έννοια της υπομανίας). Θα μπορούσε λοιπόν να ειπωθεί ότι αυτές οι αντικαταθλιπτικές κινήσεις μεταφράζουν μια κατάθλιψη την οποία το άτομο αδυνατεί να επεξεργαστεί εσωτερικά.

Δύο θεωρητικά μοντέλα σχετικά με την επεξεργασία της απώλειας

Με σημείο αφετηρίας την θεωρητική ανάπτυξη του Freud γύρω από τις έννοιες του πένθους και της μελαγχολίας, μπορούν να διακριθούν δύο βασικοί τρόποι ψυχικής επεξεργασίας της απώλειας: ένας αντικειμενότροπος και ένας ναρκισσιστικός. Η εργασία του πένθους θα συνιστούσε ένα αντικειμενότροπο (ή νευρωτικό) μοντέλο επεξεργασίας της απώλειας, ενώ η μελαγχολική διεργασία, από την άλλη πλευρά, θα αποτελούσε ένα ναρκισσιστικό μοντέλο επεξεργασίας της απώλειας (βλ. εργασίες C. Chabert). Στην κλινική πράξη, αυτοί οι δύο διαφορετικοί τύποι ψυχικής επεξεργασίας της απώλειας, ναρκισσιστικός και αντικειμενότροπος, συναντώνται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό αναλόγως της λανθάνουσας ψυχικής οργάνωσης του υποκειμένου. Έτσι, στην νευρωτική ψυχική λειτουργία η επεξεργασία της απώλειας πραγματοποιείται κυρίως με βάση το αντικειμενότροπο μοντέλο της εργασίας του πένθους. Στην οριακή λειτουργία επικρατεί το ναρκισσιστικό μοντέλο της μελαγχολικής διεργασίας, το οποίο μεταφράζεται αρκετές φορές κλινικά σε μελαγχολικόμορφες καταθλίψεις (αρκετοί σύγχρονοι συγγραφείς έχουν μελετήσει αυτόν τον ναρκισσιστικό τύπο καταθλίψεων). Τέλος, στην ψυχωτική λειτουργία λαμβάνει χώρα μια πιο ριζική κατάρρευση του ναρκισσισμού, οδηγώντας στη μαζική αποεπένδυση του εαυτού και του άλλου.

Άλλες σημαντικές θεωρητικές συνεισφορές

Melanie Klein: Καταθλιπτική θέση

René Spitz: Ανακλιτική κατάθλιψη

Frances Tustin: Ψυχωτική κατάθλιψη/ μαύρη τρύπα

Nicolas Abraham & Maria Torok: Κρύπτη/ ενδοκρυπτική ταύτιση

Pierre Marty: Θεμελιώδης κατάθλιψη

Jean Bergeret: Κατάθλιψη και οριακές καταστάσεις

André Green: Λευκό πένθος, σύμπλεγμα νεκρής μητέρας

Σχετικά με την κατάθλιψη στις προβολικές δοκιμασίες

Οι προβολικές δοκιμασίες συνιστούν εξαιρετικά χρήσιμα κλινικά εργαλεία για την πραγματοποίηση μιας ψυχαναλυτικής διάγνωσης, η οποία οφείλει να λαμβάνει υπόψιν της το σύνολο της λανθάνουσας ψυχικής λειτουργίας του ασθενούς. Η διάγνωση μιας καταθλιπτικής προβληματικής βασίζεται επομένως εδώ σε βαθύτερες ψυχικές παραμέτρους, που δεν συμπίπτουν απαραίτητα με την έκδηλη ψυχιατρική συμπτωματολογία. Το Rorschach είναι ένα τεστ ιδιαίτερα ευαίσθητο, μεταξύ άλλων, στην ανίχνευση δομικών δυσκολιών στο επίπεδο της ταυτότητας και του ναρκισσισμού. Το λανθάνον περιεχόμενο του TAT, που είναι περισσότερο σχεσιακό, διατρέχεται επίσης τόσο από οιδιπόδειες θεματικές όσο και από τον άξονα της απώλειας.

Στο Rorschach απαιτείται μια ιδιαίτερη προσοχή όσον αφορά την ευαισθησία του υποκειμένου στο μαύρο και στο λευκό χρώμα, τα οποία μπορεί να σχετίζονται με την κατάθλιψη: το μαύρο περισσότερο με μια κατάθλιψη λόγω πραγματικής απώλειας αντικειμένου (μοντέλο πένθους), ενώ το λευκό με την ναρκισσιστική κατάθλιψη, την απώλεια της επένδυσης του εαυτού (μοντέλο μελαγχολίας).

Κατά κανόνα, σε ένα φυσιολογικό πρωτόκολλο δεν αναμένουμε να βρούμε απαντήσεις όπου το μαύρο των καρτών ερμηνεύεται ως χρώμα (C’). Παρόλα αυτά, η χρήση του μαύρου χρώματος από τον ασθενή για την προβολή εσωτερικών καταθλιπτικών κινήσεων μπορεί να θεωρηθεί αρκετές φορές μια καλή ένδειξη για την θεραπεία, στον βαθμό που σημαίνει ότι μπορεί να υπάρξει μια αναγνώριση του καταθλιπτικού συναισθήματος. Η κατάσταση είναι αρκετά πιο περίπλοκη όταν παρατηρείται μεγάλη αναστολή, τα πράγματα παραμένουν αμετακίνητα και το άτομο αδυνατεί να προβάλει την εσωτερική ψυχική του δυναμική πάνω στο υλικό που προσφέρει το τεστ.

Τέλος, οι λευκές λεπτομέρειες (Dbl) συνδέονται τυπικά με το ζήτημα της έλλειψης: άγχος ευνουχισμού στην νευρωτική λειτουργία, καταθλιπτικό κενό και ναρκισσιστική ευαλωτότητα στην οριακή λειτουργία, κατακερματισμός και αφάνιση στην ψυχωτική λειτουργία.

Βιβλιογραφία

Abraham, N., Torok, M. (1994). The Shell and the Kernel: Renewals of Psychoanalysis. The University of Chicago Press.

Green, A. (1980). The dead mother. Στο On Private Madness, London: Hogarth Press, 1986, pp. 142-173.

Freud, S. (1914). Εισαγωγή στο Ναρκισσιμό. Στο Εισαγωγή στο ναρκισσισμό. Φετιχισμός. Το οικονονoμικό πρόβλημα του μαζοχισμού. Αθήνα: Νίκας, 2012.

Freud, S. (1917). Πένθος και μελαγχολία. Αθήνα: Νίκας, 2017.

Freud, S. (1921). Ψυχολογία των μαζών και ανάλυση του εγώ. Αθήνα: Πλέθρον, 2014.

Freud, S. (1923). Το Εγώ και το Αυτό. Αθήνα: Πλέθρον, 2010.

Klein, M. (1935). A Contribution to the Psychogenesis of Manic-Depressive States. International Journal of Psychoanalysis, 16: 145-174.

Smadja, C. (2001). Ψυχοσωματικά παράδοξα. Αθήνα: Μετά, 2009.

Winnicott, D.W. (1935). The Manic Defence. Στο Through Paediatrics to Psycho-Analysis. London: Karnac.